21.6.07

Τρότσκι για την Κρονστάνδη

από το βιβλίο "για τον αναρχισμό" από τις εκδόσεις Αλλαγή
ανεβάζω τα 3 κείμενα του Τρότσκι του βιβλίου + ένα απόσπασμα από το "Σταλινισμός και Μπολσεβικισμός" που αναφέρεται στην Κρονστάνδη.



Η ΚΑΤΑΚΡΑΥΓΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΟΝΣΤΑΝΔΗ

Λέων Τρότσκι


Ένα «Λαϊκό Μέτωπο» Επικριτών

Η καμπάνια γύρω από την Κρονστάνδη διεξάγεται με αμείωτη ένταση σε ορισμένους κύκλους. Θα μπορούσε να νομίσει κανείς ότι η εξέγερση της Κρονστάνδης δεν έγινε πριν 17 χρόνια, αλλά μόλις χτες. Στην καμπάνια, συμμετέχουν, με ένα και το αυτό σύνθημα και τον ίδιο ζήλο, αναρχικοί, ρώσοι μενσεβίκοι, αριστεροί σοσιαλδημοκράτες του Γρα­φείου του Λονδίνου, ελεύθεροι σκοπευτές, η εφημερίδα του Μιλιου-κόφ και, ευκαιριακά, ο μεγάλος καπιταλιστικός Τύπος. Ένα «λαϊκό μέτωπο» του δικού τους είδους.
Χτες μόλις έτυχε να διαβάσω τις παρακάτω γραμμές σ' ένα εβδομα­διαίο μεξικάνικο περιοδικό που είναι και αντιδραστικό καθολικό και «δημοκρατικό»: «Ο Τρότσκι διέταξε τον τουφεκισμό 1500(;) ναυτών της Κρονσταντης -ναυτών που είταν οι αγνότεροι από τους αγνούς. Η πολιτική του, όταν είταν στην εξουσία, δε διέφερε καθόλου από τη σημερινή πολιτική του Στάλιν». Όπως είναι γνωστό, οι αριστεροί αναρ­χικοί βγάζουν το ίδιο συμπέρασμα. Όταν για πρώτη φορά απάντησα συνοπτικά διαμέσου του Τύπου στα ερωτήματα του Βέντελιν Τόμας, μέλους της Επιτροπής Έρευνας της Νέας Υόρκης, η εφημερίδα των ρώσων μενσεβίκων έσπευσε αμέσως σε βοήθεια των ναυτών της Κρον­στάνδης και ...του Βέντελιν Τόμας. Η εφημερίδα του Μιλιουκόφ εμφα­νίστηκε κι αυτή με το ίδιο πνεύμα. Οι αναρχικοί μου επιτέθηκαν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Όλες αυτές οι αυ θε ντίες ισχυρίζονται ότι η απάντηση μου δεν είχε καμιά απολύτως αξία. Η ομοφωνία αυτή είναι ακόμα πιο αξιοσημείωτη μια και οι αναρχικοί, με το σύμβολο της Κρον-στάνδης, υπερασπίζουν ένα γνήσιο αντικρατικό κομμουνισμό, οι μεν-σεβίκοι, της εποχής της εξέγερσης της Κρονστάνδης, υποστήριζαν ανοιχτά την παλινόρθωση του καπιταλισμού, και ο Μιλιουκόφ τάσσεται υπέρ του καπιταλισμού ακόμα και τώρα.
Πώς μπορεί η εξέγερση της Κρονστάνδης να καίει τόσο την καρό ά των αναρχικών, των μενσεβίκων, των «φιλελεύθερων» αντεπαναστα-τών, όλων μαζί ταυτόχρονα; Η απάντηση είναι απλή: όλες αυτές οι ομάδες ενδιαφέρονται να εκθέσουν το μόνο γνήσιο επαναστατικό ρεύμα, που ποτέ δεν απαρνήθηκε τη σημαία του, δε συμβιβάστηκε με τους εχθρούς του, και που μόνο αυτό αντιπροσωπεύει το μέλλον. Είναι ακριβώς γι' αυτό που ανάμεσα στους αργοπορημένους επικριτές για το «έγκλημα» μου στην Κρονστάνδη υπάρχουν τόσοι πολλοί πρώην επα­ναστάτες ή μισο-επαναστάτες -άνθρωποι που έχουν χάσει το πρό­γραμμα και τις αρχές τους, και που αιοθάνονται την ανάγκη να απο­σπάσουν την προσοχή από τον ξεπεσμό της Δεύτερης Διεθνούς ή από τη δολιότητα των ισπανών αναρχικών. Ως τώρα, οι σταλινικοί δεν μπο­ρούν ανοιχτά να συμμετάσχουν σ' αυτήν την εκστρατεία γύρω από την Κρονστάνδη, αλλά κι αυτοί, βέβαια, με χαρά τρίβουν τα χέρια τους, γιατί τα χτυπήματα στρέφονται ενάντια στον «Τροτσκισμό», ενάντια στον επαναοτατικό μαρξισμό, ενάντια στην Τέταρτη Διεθνή!
Γιατί η ποικιλόμορφη αυτή αδελφότητα αρπάχτηκε, ιδιαίτερα, ακρι­βώς από την υπόθεση της Κρονστάνδης; Στα χρόνια της επανάστασης συγκρουστήκαμε όχι λίγες φορές με τους Κοζάκους, με τους χωρικούς, ακόμα και με ορισμένα στρώματα εργατών (μερικές ομάδες εργατών από τα Ουράλια οργάνωσαν ένα εθελοντικό σύνταγμα στο στρατό του Κολτσάκ!). Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους εργάτες σαν καταναλωτές και στους χωρικούς σαν παραγωγούς και πουλητές σταριού βρίσκεται, κυρίως, στη ρίζα αυτών των συγκρούσεων. Κάτω από την πίεση της ανάγκης και της στέρησης, οι ίδιοι οι εργάτες χωρίζονταν επεισοδιακά σε εχθρικά στρατόπεδα, που εξαρτούνταν από τους ισχυρότερους ή ασθενέστερους δεσμούς με το χωριό. Ο Κόκκινος Στρατός βρέθηκε κι ο ίδιος κάτω από την επίδραση της υπαίθρου. Στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου αναγκαστήκαμε πάνω από μια φορά να αφοπλίσουμε δυσαρε­στημένα συντάγματα. Η εισαγωγή της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής» (Ν.Ε.Π.) μετρίασε τις προστριβές, αλλά κάθε άλλο παρά τις εξαφάνισε. Αντίθετα, έστρωσε το δρόμο για την επανεμφάνιση των κουλάκων (των πλούσιων χωρικών) και οδήγησε, στις αρχές εκείνης της δεκαετίας, στην ανανέωση του εμφύλιου πολέμου στο χωριό. Η εξέγερση της Κροστάνδης είταν μονάχα ένα επεισόδιο στην ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στην προλεταριακή πόλη και το μικροαστικό χωριό. Αυτό το επεισόδιο μπορεί να κατανοηθεί μόνο σε σύνδεση με τη γενική πορεία ανάπτυξης της ταξικής πάλης στη διάρκεια της επανάστασης.

Η Κρονστάνδη διέφερε από μια ολόκληρη σειρά άλλων μικροαστικών κινημάτων και εξεγέρσεων μονάχα από την άποψη του μεγαλύτερου εξωτερικού αντίχτυπού της. Το πρόβλημα εδώ αφορούσε ένα ναυτικό οχυρό πλάι στην ίδια την Πετρούπολη. Στη διάρκεια της εξέγερσης κυκλοφόρησαν διακηρύξεις και έγιναν ραδιοφωνικές εκπομπές. Οι σοσιαλεπαναστάτες και οι αναρχικοί, που έσπευσαν εκεί από την Πετρού­πολη, στόλισαν την εξέγερση με «ευγενικές» φράσεις και χειρονομίες. Όλα αυτά άφησαν έντυπα ίχνη. Με τη βοήθεια των υλικών αυτών «ντοκουμέντων» (δηλαδή των ψεύτικων τίτλων) δεν είναι δύσκολο να οικοδομήσει κανείς ένα θρύλο γύρω από την Κρονστάνδη, σ' όλα πιό εντυπωσιακό μια και το 1917 το όνομα της Κρονστάνδης είχε περιβλη­θεί από ένα επαναστατικό φωτοστέφανο. Δεν είναι χωρίς λόγο που το μεξικάνικο περιοδικό, απ' όπου παραθέσαμε ένα απόσπασμα πιό πάνω, αποκαλεί ειρωνικά τους ναύτες της Κρονστάνδης «αγνότερους από τους αγνούς».
Η εκμετάλλευση του επαναστατικού κύρους της Κρονστάνδης είναι ένα από τα πιο χαραχτηριστικά γνωρίσματα αυτής της πραγματικά τσαρλατάνικης καμπάνιας. Οι αναρχικοί, οι μενσεβίκοι, οι φιλελεύθε­ροι, οι αντιδραστικοί, προσπαθούν να παρουσιάσουν την υπόθεση σαν οι μπολσεβίκοι να έστρεψαν, στις αρχές του 1921, τα όπλα τους ενάντια στους ίδιους αυτούς ναύτες της Κρονστάνδης που είχαν εξασφαλίσει τη νίκη της Οχτωβριανής εξέγερσης. Εδώ βρίσκεται η αφετηρία για όλα τα κατοπινά ψέματα. Αυτός που θέλει να ξεδιαλύνει αυτά τα ψέματα θα πρέπει πρώτα απ' όλα να διαβάσει το άρθρο του συντρόφου Τζ. Τζ. Ράιτ στη «Νέα Διεθνή» (Φλεβάρης 1938). Το πρόβλημα το δικό μου είναι άλλο: θέλω να περιγράψω τον χαραχτήρα της εξέγερσης της Κρον­στάνδης από μια γενικότερη άποψη.

Κοινωνικές και Πολιτικές Ομάδες στην Κρονστάνδη

Μια επανάσταση «γίνεται» απ' ευθείας από μια μειοψηφία. Η επιτυχία της επανάστασης είναι δυνατή, ωστόσο, μονάχα εκεί όπου αυτή η μειοψηφία βρίσκει περισσότερη ή λιγότερη υποστήριξη, ή, τουλάχιστο, φιλική ουδετερότητα, απόμερους της πλειοψηφίας. Το πέρασμα από διάφορα στάδια της επανάστασης, όπως η μετάβαση από την επανά­σταση στην αντεπανάσταση, καθορίζεται άμεσα από τις μεταβαλλόμε­νες πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στη μειοψηφία και την πλειοψηφία, ανάμεσα στην πρωτοπορία και στην τάξη.
Μέσα στους ναύτες της Κρονστάνδης υπήρχαν τρία πολιτικά στρώμα­τα: οι προλετάριοι επαναστάτες, μερικοί από τους οποίους είχαν ένα σοβαρό παρελθόν και εμπειρία, η ενδιάμεση πλειοψηφία, κύρια αγρό­τες στην καταγωγή, και, τέλος, οι αντιδραστικοί, γιοί των κουλάκων, των καταστηματαρχών και των παπάδων. Την εποχή των τσάρων, η τάξη στα θωρηκτά και στο φρούριο μπορούσε να διατηρηθεί μόνο όσο οι αξιωματικοί, που ενεργούσαν διαμέσου των αντιδραστικών τμημάτων των υπαξιωματικών και των ναυτών, κρατούσαν το μεσαίο ευρύτερο στρώμα κάτω από την επιρροή ή την τρομοκρατία τους, απομονώνον­τας έτσι τους επαναστάτες, κυρίως τους μηχανικούς, τους πυροβολη­τές και τους ηλεκτρολόγους, δηλαδή τους εργάτες των πόλεων που κυριαρχούσαν.
Η πορεία της εξέγερσης στο θωρηκτό «Ποτέμκιν» το 1905 βασίστηκε ολοκληρωτικά πάνω στις σχέσεις ανάμεσα στα τρία αυτά στρώματα, δηλαδή στην πάλη ανάμεσα στους προλετάριους και τους υπεραντι-δραστικούς μικροαστούς για την επιρροή πάνω στο πολυπληθέστερο μεσαίο αγροτικό στρώμα. Όποιος δεν έχει καταλάβει αυτό το πρόβλη­μα, που διαπερνά ολόκληρο το επαναστατικό κίνημα στο στόλο, είναι καλύτερα να σιωπά σ' ότι αφορά τα προβλήματα γενικά της ρωσικής επανάστασης. Γιατί είταν ολότελα, και σε ένα μεγάλο βαθμό εξακο­λουθεί να είναι, μια πάλη ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη για την επιρροή πάνω στην αγροτιά. Στη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου, η μπουρζουαζία εμφανίζεται κυρίως με τη μάσκα των κουλά­κων (δηλαδή του ανώτερου στρώματος της μικρομπουρζουαζίας) και της «σοσιαλιστικής» διανόησης, και τώρα με τη μορφή της «κομμουνι­στικής» γραφειοκρατίας. Τέτιος είναι ο βασικός μηχανισμός της επα­νάστασης σε όλα τα στάδια της. Στο στόλο, αυτό πήρε μια περισσότερο συγκεντρωτική και επομένως περισσότερο δραματική έκφραση.
Η πολιτική σύνθεση του σοθιέτ της Κρονστάνδης αντανακλούσε τη σύνθεση της φρουράς και των πληρωμάτων. Η ηγεσία των σοβιέτ, ήδη από το καλοκαίρι του 1917, ανήκε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα, που βασι­ζόταν στα καλύτερα τμήματα των ναυτών και περιλάβαινε στις γραμμές του πολλούς επαναστάτες από το παράνομο κίνημα που είχαν απελευ­θερωθεί από τα κάτεργα. Αλλά μου φαίνεται πως θυμάμαι ότι, ακόμα και τις μέρες της Οχτωβριανής εξέγερσης, οι μπολσεβίκοι είχαν λιγότε­ρους από τους μισούς αντιπροσώπους στο σοβιέτ της Κρονστάνδης. Η πλειοψηφία αποτελούνταν από σοσιαλεπαναστάτες και αναρχικούς. .Στην Κρονστάνδη δεν υπήρχαν καθόλου μενσεβίκοι. Το Κόμμα των Μενσεβίκων μισούσε την Κρονστάνδη. Και οι επίσημοι σοσιαλεπανα­στάτες, ας το πούμε παρεκβατικά, δεν κρατούσαν καλύτερη στάση απέναντι στην ΚρονσΓάνδη. Πολύ σύντομα οι σοσιαλεπαναστάτες της Κρονστάνδης πέρασαν στην αντιπολίτευση απέναντι στον Κερένσκι και σχημάτισαν μια ταξιαρχία κρούσης των λεγόμενων «αριστερών» σοσι-αλεπαναστατών. Στηρίζονταν πάνω στο αγροτικό τμήμα του στόλου και της φρουράς της ακτής. Όσο για τους αναρχικούς, αυτοί αποτελούσαν την πιο παρδαλή ομάδα. Ανάμεσα τους υπήρχαν πραγματικοί επανα­στάτες, όπως οΖουκ και ο Ζελεζνιάκοφ, αλλά αυτοί είταν τα στοιχεία τα πιο στενά δεμένα με τους μπολσεβίκους. Οι περισσότεροι από τους «αναρχικούς» της Κρονστάνδης αντιπροσώπευαν τη μικρομπουρζου-αζία των πόλεων και βρίσκονταν σε ένα επαναστατικό επίπεδο χαμηλό­τερο από τους σοσιαλεπαναστάτες. Πρόεδρος του σοβιέτ είταν κά­ποιος ανένταχτος, «συμπαθών προς τους αναρχικούς», και ουσιαστικά είταν ένας ήσυχος μικρογραφίας που προηγούμενα είταν υποταγμέ­νος στις τσαρικές αρχές και τώρα είταν υποταγμένος ...στην επανά­σταση. Η πλήρης απουσία μενσεβίκων, ο «αριστερός» χαραχτήρας των σοσιαλεπαναστατών και η αναρχική απόχρωση της μικρομπουρζου­αζίας οφείλονταν στην οξύτητα της επαναστατικής πάλης στο στόλο και στην κυρίαρχη επιρροή των προλεταριακών τμημάτων των ναυτών.

Αλλαγές στα Χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου

Αυτός ο κοινωνικός και πολιτικός χαραχτηρισμός της Κρονστάνδης, που, αν χρειαζόταν, θα μπορούσε να αποδειχτεί και να διευκρινιστεί με πολλά γεγονότα και ντοκουμέντα, είναι ήδη αρκετός για να φωτίσει τις αναστατώσεις που συνέβηκαν στην Κρονστάνδη στα χρόνια του εμφύ­λιου πολέμου και που είχαν σαν αποτέλεσμα η φυσιογνωμία της να αλλάξει σε σημείο που να γίνει αγνώριστη. Πάνω στη σημαντική αυτή ακριβώς πλευρά του ζητήματος οι αργοπορημένοι κατήγοροι δε λένε ούτε μια λέξη, ως ένα μέρος από άγνοια και ως ένα μέρος από κακή πρόθεση.
Ναι, η Κρονστάνδη έγραψε μια ηρωική σελίδα στην ιοτορία της επα­νάστασης. Αλλά με τον εμφύλιο πόλεμο άρχισε μια συστηματική ερή­μωση της Κρονστάνδης και των πληρωμάτων ολόκληρου του στόλου της Βαλτικής. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της Οχτωβριανής εξέγερ­σης αποσπάσματα από ναύτες της Κρονστάνδης στάλθηκαν να βοηθή­σουν στη Μόσχα. Άλλα αποσπάσματα στάλθηκαν αργότερα στο Ντον, στην Ουκρανία για την επίταξη σταριού και για την οργάνωση της τοπικής εξουσίας. Αρχικά φαινόταν σαν να είταν ανεξάντλητη η Κρον­στάνδη. Από διάφορα μέτωπα έστειλα δεκάδες τηλεγραφήματα για την κινητοποίηση νέων «σίγουρων» αποσπασμάτων που να αποτελούνται από εργάτες της Πετρούπολης και από ναύτες της Βαλτικής. Αλλά ήδη από τις αρχές του 1918, και οπωσδήποτε όχι αργότερα από το 1919, τα μέτωπα άρχισαν να παραπονιούνται ότι τα νεα αποσπάσματα των «κρονστανδινών» δεν είταν ικανοποιητικά, είταν απαιτητικά, απείθαρ­χα, όχι σίγουρα στη διάρκεια της μάχης, και προξενούσαν περιοοότερο κακό παρά καλό. Μετά τη συντριβή του Γιούντενιτς (το χειμώνα του 1919) ο στόλος της Βαλτικής και η φρουρά της Κρονστάνδης είχαν απογυμνωθεί από κάθε επαναστατική δύναμη. Όλα τα στοιχεία του στόλου και της φρουράς που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ρί­χτηκαν ενάντια στον Ντενίκιν στο Νότο. Αν το 1917-18 οι ναύτες της Κρονστάνδης βρίσκονταν σε σημαντικά υψηλότερο σημείο από ότι το μέσο επίπεδο του Κόκκινου Στρατού, και αποτέλεσαν τον οκελετό των πρώτων αποσπασμάτων του, όπως και το σκελετό του σοβιετικού κα­θεστώτος σε πολλές περιοχές, οι ναύτες εκείνοι που παρέμειναν στην «ειρηνική» Κρονστάνδη ως τις αρχές του 1921, χωρίς να παλέψουν σε κάποιο από τα μέτωπα του εμφυλίου πολέμου, βρίσκονταν την εποχή αυτή σ' ένα επίπεδο, γενικά, σημαντικά κατώτερο από το μέσο επίπεδο του Κόκκινου Στρατού, και περιλάμβαναν μεγάλο ποοοοτό από τελείως εξαχρειωμένα στοιχεία, που φορούσαν εντυπωσιακά καμπανοειόή παντελόνια και είχαν κόμμωση αθλητική.
Η εξαχρείωση, που στηριζόταν στην πείνα και στην κερδοσκοπία, γενικά είχε αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό στο τέλος του εμφύλιου πολέ­μου. Οι λεγόμενοι «τσαντοφόροι» (μικροκερδοσκόποι) είχαν καταντή­σει κοινωνική μάστιγα και απειλούσαν να πνίξουν την επανάσταση. Στην Κρονστάνδη, ακριβώς, όπου η φρουρά δεν έκανε τίποτα και είχε στη διάθεση της ό,τι χρειαζόταν, η εξαχρείωση πήρε ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις. Οταν οι συνθήκες έγιναν πολύ κρίσιμες στην πεινασμένη Πετρούπολη, το Πολιτικό Γραφείο συζήτησε πολλές φορές τη δυνατό­τητα της εξασφάλισης ενός «εσωτερικού δανείου» από την Κρονστάν­δη, όπου παράμενε ακόμα μια ποσότητα από παλιές προμήθειες. Αλλά οι αντιπρόσωποι των εργατών της Πετρούπολης απάντησαν: «Δεν θα πάρετε τίποτα απ' αυτούς με το καλό. Αυτοί κερδοσκοπούν με τα ρούχα, το κάρβουνο και το ψωμί. Τώρα στην Κρονστάνδη κάθε είδος αλητείας σήκωσε κεφάλι». Αυτή είταν η πραγματική κατάσταση -που δεν έμοιαζε καθόλου με την γλυκιά σαν ζάχαρη εξιδανίκευση που έκαμαν μετά τα γεγονότα.
Πρέπει επιπλέον να προστεθεί ότι οι πρώην ναύτες, οι Λεττονοί και οι Εσθονοί, που φοβούνταν ότι θα στέλνονταν στο μέτωπο και προετοι­μάζονταν να γυρίσουν στις νέες τους αστικές πατρίδες, τη Λεττονία και την Εσθονία, είχαν ενταχθεί στο στόλο της Βαλτικής, σαν «εθελοντές». Αυτά τα στοιχεία είταν στην ουσία εχθρικά στη σοβιετική εξουσία και δείξανε την πλήρη αυτή εχθρότητα τους στις μέρες της εξέγερσης της Κρονστάνδης... Πέρα απ' αυτούς υπήρξαν χιλιάδες λεττονοί εργάτες, κυρίως πρώην εργάτες γής, που έδειξαν ασύγκριτο ηρωισμό σε όλα τα μέτωπα, του εμφύλιου πόλεμου. Δεν πρέπει, επομένως, να ρίχνουμε το ίδιο κατράμι στους λεττονούς εργάτες και στους «κροστανδινούς». Πρέπει να αναγνωρίσουμε τις κοινωνικές και πολιτικές διαφορές.

Οι Κοινωνικές Ρίζες της Ανταρσίας

Το πρόβλημα για έναν σοβαρό μελετητή είναι πάνω στην βάση των αντικειμενικών συνθηκών να προσδιορίσει τον κοινωνικό και πολιτικό χαραχτήρα της ανταρσίας της Κρονστάνδης και τη θέση της στην ανάπτυξη της επανάστασης. Χωρίς αυτό, η «κριτική» καταντά μια αι­σθηματική θρηνολογία πατσιφιστικού είδους, στο πνεύμα του Αλεξάν­τερ Μπέρκμαν, της Έμα Γκόλντμαν και των τελευταίων μιμητών τους. Ο καλός αυτός κόσμος δεν έχει την παραμικρή αντίληψη σ' ότι αφορά τα κριτήρια και τις μέθοδες της επιστημονικής έρευνας. Παραθέτουν τις διακηρύξεις των εξεγερμένων όπως οι ευσεβείς ιεραπόστολοι ανα­φέρουν την Αγια Γραφή. Επιπλέον, παραπονούνται, ότι δε λαβαίνω υπόψη μου τα «ντοκουμέντα», δηλαδή το ευαγγέλιο του Μάχνο και των άλλων αποστόλων. Το να λαβαίνει κανείς, όμως, «υπόψη» του τα ντο­κουμέντα δε σημαίνει να τα παίρνει τοις μετρητοίς. Ο Μαρξ είχε πει ότι είναι αδύνατο να κρίνεις είτε τα κόμματα είτε τους λαούς με αυτά που λένε για τον εαυτό τους. Τα χαραχτηριστικά ενός κόμματος καθορίζον­ται πολύ περισσότερο από την κοινωνική του σύνθεση, από το παρελ­θόν του, από τις σχέσεις του με τις διάφορες τάξεις και στρώματα, παρά τις προφορικές και γραφτές διακηρύξεις του, ιδιαίτερα στη διάρ­κεια μιας κρίσιμης στιγμής του εμφύλιου πολέμου. Αν, για παράδειγμα, παίρναμε για καθαρό χρυσάφι τις αναρίθμητες διακηρύξεις του Νεγ-κρίν, του Κόμπανις, του Γκαρθία Όλιβερ και Σία, θα έπρεπε να έχουμε αναγνωρίσει τους κύριους αυτούς σαν φλογερούς φίλους του σοσιαλι­σμού. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι οι ύπουλοι εχθροί του.
Το 1917 -18 οι επαναστάτες εργάτες ηγούνταν των αγροτικών μαζών, όχι μόνο του στόλου αλλά και ολόκληρης της χώρας. Οι χωρικοί άρπα­ξαν και μοίρασαν τη γη, τις περισσότερες φορές κάτω από την καθοδή­γηση των στρατιωτών και των ναυτών που γυρνούσαν στις περιοχές τους. Οι επιτάξεις του σταριού μόλις είχαν αρχίσει και στρέφονταν κυρίως ενάντια στους γαιοχτήμονες και στους κουλάκους. Οι αγρότες συμβιβάστηκαν με τις επιτάξεις θεωρώντας τις σαν ένα προσωρινό κακό. Αλλά ο εμφύλιος παρατάθηκε για τρία ολόκληρα χρόνια. Η πόλη στην πράξη δεν έδινε τίποτα στο χωριό και έπαιρνε σχεδόν κάθετι από αυτό, κυρίως για τις ανάγκες του πολέμου. Οι χωρικοί είταν με τους «μπολσεβίκους», αλλά γίνονταν ολοένα και πιο εχθρικοί με τους «κομ­μουνιστές». Αν στην προηγούμενη περίοδο οι εργάτες είχαν οδηγήσει μπροστά τους χωρικούς, τώρα οι αγρότες τραβούσαν προς τα πίσω τους εργάτες. Μονάχα εξαιτίας αυτής της αλλαγής στις διαθέσεις, μπόρεσαν οι λευκοί να τραβήξουν ως ένα μέρος τους χωρικούς, κι ακόμα τους μισοαγρότες-μισοεργάτες των Ουραλίων, προς το μέρος τους. Αυτές οι διαθέσεις, δηλαδή η εχθρότητα προς την πόλη, τροφο­δότησε το κίνημα του Μάχνο, που καταλάμβανε και λεηλατούσε τα τρένα που προορίζονταν για τα εργοστάσια, τις βιομηχανικές εγκατα­στάσεις και τον Κόκκινο Στρατό, ανατίναζε τις σιδηροδρομικές γραμ­μές, σκότωνε τους κομμουνιστές, κλπ. Βέβαια, ο Μάχνο τα αποκα­λούσε αυτά πάλη των αναρχικών ενάντια στο «Κράτος». Στην πραγμα­τικότητα, είταν η πάλη των μανιασμένων μικροϊδιοχτητών ενάντια στην προλεταριακή δημοκρατία. Ένα παρόμοιο κίνημα ενφανίστηκε και σε μια σειρά από άλλες περιοχές, ιδιαίτερα στην Ταμπόβσκι, κάτω από τη σημαία των «σο'σιαλεπαναστατών». Τέλος, σέ διάφορα μέρη της υπαί­θρου δρούσαν τα λεγόμενα «πράσινα» αποσπάσματα των χωρικών. Αυτά δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν ούτε τους κόκκινους, ούτε τους λευκούς και απέφευγαν τα κόμματα των πόλεων. Οι «πράσινοι» κάποτε συναντιώνταν με τους λευκούς και δέχονταν σκληρά πλήγματα από αυτούς, αλλά, βέβαια, δεν τους χαρίζονταν και οι κόκκινοι. Όπως ακρι­βώς η μικρομπουρζουαζία συνθλίβεται οικονομικά μέσα στις μυλόπε­τρες του μεγάλου κεφαλαίου και του προλεταριάτου, έτσι καιταπαρτι-ζάνικα αποσπάσματα των χωρικών κονιορτοποιούνταν ανάμεσα στον κόκκινο στρατό και στους λευκούς.
Μόνο ένα πρόσωπο εντελώς επιπόλαιο μπορεί να βλέπει στις συμμο­ρίες του Μάχνο ή στην εξέγερση της Κρονστάνδης μια πάλη ανάμεσα στις αφηρημένες αρχές του αναρχισμού και του «κρατικού σοσιαλι­σμού». Στην πραγματικότητα, αυτά τα κινήματα είταν οι σπασμοί της αγροτικής μικρομπουρζουαζίας, που, φυσικά, επιθυμούσε να απελευ­θερωθεί από το κεφάλαιο, αλλά που, ταυτόχρονα, δε συμφωνούσε να υποταχτεί στη διχτατορία του προλεταριάτου. Η μικρομπουρζουαζία δε* ξέρει συγκεκριμένα τι θέλει, και λόγω της θέσης της δεν μπορεί να ξέρει. Είναι γι' αυτό που με τόση ευκολία κάλυπτε τη σύγχυση των αιτημάτων και των ελπίδων της, πότε με την αναρχική σημαία, πότε με την σημαία των λαϊκιστών και πότε απλά με την «πράσινη» σημαία. Αντιπαρατάσσοντας τον εαυτό της στο προλεταριάτο, προσπαθούσε, υψώνοντας όλες αυτές τις σημαίες, να στρέψει τον τροχό της επανά­στασης προς τα πίσω.

Ο Αντεπαναστατικός Χαραχτήρας της Ανταρσίας της Κρονστάνδης

Δεν υπήρχαν, βέβαια, αδιαπέραστα στεγανά που χώριζαν τα διάφορα κοινωνικά και πολιτικά στρώματα της Κρονστάνδης. Στην Κρονστάνδη υπήρχε ακόμα ένας ορισμένος αριθμός ειδικευμένων εργατών και τε­χνικών που φρόντιζαν τα μηχανήματα. Αλλά ακόμα κι αυτοί αναγνωρί­ζονταν, στη βάση μιας αρνητικής επιλογής, σαν πολιτικά ασταθείς και μικρής χρησιμότητας για τον εμφύλιο πόλεμο. Μερικοί «ηγέτες» της εξέγερσης βγήκαν από αυτά τα στοιχεία, Ωστόσο, η τελείως φυσική και αναπόφευχτη αυτή περίπτωση, που την τονίζουν θριαμβολογώντας μερικοί κατήγοροι, δεν αλλάζει ούτε κατά ένα γιώτα τον αντιπρολετα-ριακό χαραχτήρα της εξέγερσης. Αν δε θέλουμε να εξαπατηθούμε από τα υποκριτικά συνθήματα, τους ψεύτικους τίτλους, κλπ., θα δούμε ότιη εξέγερση της Κρονστάνδης δεν είταν τίποτε άλλο από μια ένοπλη αντί­δραση της μικρομπουρζουαζ'ιας ενάντια στις δοκιμασίες της κοινωνι­κής επανάστασης και στην αυστηρότητα της προλεταριακής διχτατο-ρίας. .
Αυτή ακριβώς είταν η σημασία του συνθήματος της Κρονστάνδης: «Σοβιέτ χωρίς τους κομμουνιστές», που αμέσως το άρπαξαν, όχι μο­νάχα οι σοσιαλεπαναστάτες, αλλά και οι αστοί φιλελεύθεροι. Σαν ένας διορατικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου, ο καθηγητής Μιλιουκόφ, αντι­λήφθηκε ότι η απαλλαγή των σοβιέτ από την,ηγεσία των μπολσεβίκων θα σήμαινε μέσα σε σύντομο διάστημα την κατάργηση των ίδιων των σοβιέτ. Η εμπειρία των ρώσικων σοβιέτ στην περίοδο που κυριαρχού­σαν σε αυτά οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες, και, ακόμα πιο καθαρά, η πείρα των γερμανικών και αυστριακών σοβιέτ, κάτω από την κυριαρχία των σοσιαλδημοκρατών, το επιβεβαίωνε αυτό. Τα άναρχο -σοσιαλεπαναστατικά σοβιέτ δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν παρά σαν γέφυρα από την προλεταριακή διχτατορία στην καπιταλιστική πα­λινόρθωση. Δεν θα μπορούσαν να παίξουν κανέναν άλλο ρόλο, ανεξάρ­τητα από τις «ιδέες» εκείνων που συμμετείχαν σε αυτά. Έτσι, η εξ­έγερση της Κρονστάνδης είχε έναν αντεπαναστατικό χαραχτήρα.
Από ταξική άποψη, που -χωρίς να προσβάλω τους αξιότιμους εκλε­κτικούς- παραμένει το βασικό κριτήριο όχι μόνο για την πολιτική, αλλά και για την ιστορία, είναι εξαιρετικά σημαντικό να αντιπαραθέσει κα­νείς την συμπεριφορά της Κρονστάνδης, σε κείνη της Πετρούπολης σε αυτές τις κρίσιμες μέρες. Όλο το ηγετικό στρώμα των εργατών είχε
επίσης τραβηχτεί έξω από την Πετρούπολη. Η πείνα και το κρύο κυριαρχούσαν στην ερειπωμένη πρωτεύουσα, ίσως ακόμα πιο έντονα από ότι στην Μόσχα. Είταν μια ηρωική και τραγική περίοδος! Όλοι είταν πεινασμένοι και ευερέθιστοι. Όλοι είταν ανικανοποίητοι. Στα εργο­στάσια υπήρχε μια υπόκωφη δυσαρέσκεια. Οργανωτές είχαν σταλθεί παράνομα από τους σοσιαλεπαναστάτες και τους λευκούς αξιωματι­κούς και προσπαθούσαν να συνδέσουν τη στρατιωτική εξέγερση με το κινημάτων δυσαρεστημένων εργατών. Η εφημερίδα της Κρονστάνδης, έγραφε για οδοφράγματα στην Πετρούπολη, για χιλιάδες νεκρούς.Ό Τύπος όλου του κόσμου αναμετάδιδε το ίδιο πράγμα. Στην πραγματι­κότητα, όμως, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Η εξέγερση της Κρον­στάνδης δεν τραβούσε τους εργάτες της Πετρούπολης. Τους απωθού­σε. Η στρωματογραφική διάταξη αναπτύχθηκε με βάση τις ταξικές γραμμές. Οι εργάτες αμέσως αισθάνθηκαν ότι οι στασιαστές της Κρον­στάνδης βρίσκονταν στην άλλη πλευρά των οδοφραγμάτων - και υπο­στήριξαν τη σοβιετική εξουσία. Η πολιτική απομόνωση της Κρονστάν­δης είταν η αιτία της εσωτερικής της αβεβαιότητας και της στρατιωτι­κής της ήττας.

Η Ν.Ε.Π. και η Ανταρσία της Κρονστάνδης

Ο Βίκτορ Σερζ, που, όπως φαίνεται, προσπαθεί να κατασκευάσει ένα είδος σύνθεσης αναρχισμού, πουμισμού και μαρξισμού, έχει παρέμβει πολύ άτυχα στην πολεμική γύρω από την Κρονστάνδη. Κατά τη γνώμη του, η εισαγωγή της Ν.Ε.Π., ένα χρόνο νωρίτερα θα μπορούσε να είχε προλάβει την εξέγερση της Κρονστάνδης. Ας το παραδεχτούμε. Αλλά μια συμβουλή σαν κι αυτή είναι πολύ εύκολο να την δόσει κανείς μετά τα γεγονότα. Είναι αλήθεια, όπως θυμάται ο Βίκτορ Σερζ, ότι είχα προτείνει την μετάβαση στη Ν.Ε.Π. από το 1920. Αλλά δεν είμουν καθόλου βέβαιος προκαταβολικά για την επιτυχία της. Δεν είταν μυ­στικό για μένα ότι το φάρμακο θα μπορούσε να αποδειχτεί περισσό­τερο επικίνδυνο από την ίδια την ασθένεια. Όταν συνάντησα την αντί­θεση των ηγετών του Κόμματος, δεν απευθύνθηκα στη βάση, για να αποφύγω την κινητοποίηση της μικρομπουρζουαζίας ενάντια στους εργάτες. Η πείρα από τους δώδεκα μήνες που ακολούθησαν χρει­άστηκε για να πειστεί το Κόμμα για την ανάγκη της νέας πορείας. Αλλά το αξιοπρόσεχτο είναι ότι είταν ακριβώς οι αναρχικοί ολόκληρου του κόσμου εκείνοι που έβλεπαν την Ν.Ε.Π. σαν... προδοσία του κομμουνι­σμού. Τώρα, όμως, οι υποστηριχτές των αναρχικών μας κατηγορούν γιατί δεν είχαμε εισάγει τη Ν.Ε.Π. ένα χρόνο νωρίτερα. Το 1921 ο Λένιν πολλές φορές είχε αναγνωρίσει ότι η επίμονη υπερ­άσπιση από το Κόμματων μεθόδων του Πολεμικού Κομμουνισμού είταν ένα μεγάλο λάθος. Αλλά έχει άραγε σημασία αυτή η αλλαγή; Οποιεσ­δήποτε και αν είταν οι άμεσες ή οι απώτερες αιτίες της εξέγερσης της Κρονστάνδης, αυτή είταν ουσιαστικά ένας θανάσιμος κίνδυνος για την διχτατορία του προλεταριάτου. Μήπως επειδή είταν ένοχη για ένα πολιτικό λάθος, η προλεταριακή επανάσταση θα έπρεπε πραγματικά να αυτοκτονήσει για να αυτοτιμωρηθεί; Ή μήπως θα είταν αρκετό να ειδοποιηθούν οι ναύτες της Κρονστάνδης για τα διατάγματα της Ν.Ε.Π. ώστε να ησυχάσουν; Αυταπάτη! Οι εξεγερμένοι δεν είχαν ένα συνει­δητό πρόγραμμα και δεν είταν δυνατό να έχουν κάτι τέτιο γιατί η πραγματική μικροαστική τους φύση τους το απόκλειε. Οι ίδιοι δεν καταλάβαιναν καθαρά ότι εκείνο που οι γονείς τους και τα αδέλφια τους χρειάζονταν πριν απ' όλα είταν το ελεύθερο εμπόριο. Είταν δυσ­αρεστημένοι και συγχυσμένοι, αλλά δεν έβλεπαν κανένα διέξοδο. Οι πιο συνειδητοί, δηλαδή τα δεξιά στοιχεία, που δρούσαν πίσω από την σκηνή, ήθελαν την παλινόρθωση του αστικού καθεστώτος. Αλλά δεν το έλεγαν μεγαλόφωνα. Η «αριστερή» πτέρυγα ήθελε την κατάργηση της πειθαρχίας, «ελεύθερα σοβιέτ» και καλύτερες μερίδες τροφίμων. Το καθεστώς της Ν.Ε.Π. δεν μπορούσε παρά βαθμιαία να καθησυχάσει το χωρικό, και, ύστερα απ' αυτόν, τα δυσαρεστημένα τμήματα του στρα­τού και του στόλου. Αλλά γι' αυτό χρειαζόταν και χρόνος και πείρα.
Το πιό παιδαριώδες από όλα είναι το επιχείρημα ότι δεν υπήρξε καμία εξέγερση, ότι οι ναύτες δεν είχαν προβεί σε απειλές, ότι καταλάβανε «μόνο» το φρούριο και τα πολεμικά. Φαίνεται πως οι μπολσεβίκοι προ­χώρησαν με γυμνό το στήθος πάνω στον πάγο ενάντια στο οχυρό, μόνο λόγω του κακού τους χαραχτήρα, λόγω της κλίσης τους να προκαλούν τεχνητές συγκρούσεις, λόγω του μίσους τους ενάντια στους ναύτες της Κρονστάνδης, ή του μίσους τους ενάντια στη θεωρία των αναρχι­κών (για την οποία κανείς απολύτως -μπορούμε να το πούμε παρεκβα­τικά- δεν ενδιαφερόταν εκείνες τις μέρες. Δεν είναι αυτός ο ισχυρι­σμός παιδιάστικη φλυαρία; Εκτός τόπου και χρόνου, οι ερασιτέχνες αυτοί κριτικοί προσπαθούν (ύστερα από 17 χρόνια!) να υπαινιχθούν ότι όλα θα είχαν τελειώσει μέσα σε μια γενική ικανοποίηση αν η επανά­σταση είχε αφήσει ήσυχους τους εξεγερμένους ναύτες. Δυστυχώς, η παγκόσμια αντεπανάσταση δε θα τους άφηνε ήσυχους σε καμιά περί­πτωση. Η λογική της πάλης θα έδινε τον κύριο ρόλο στους εξτρεμιστές του φρουρίου, δηλαδή στα πιο αντεπαναστατικά στοιχεία. Η ανάγκη για εφόδια θα ωθούσε το φρούριο να εξαρτηθεί άμεσα από την ξένη μπουρζουαζία και τους πράχτορές της, τους λευκορώσους εμιγκρέδες. Όλες οι αναγκαίες προετοιμασίες γίνονταν με στόχο αυτή την εξάρτη­ση. Κάτω από παρόμοιες συνθήκες μόνο άνθρωποι όπως οι ισπανοί αναρχικοί ή οι πουμιστές θα αδρανούσαν παθητικά, ελπίζοντας σε ένα ευτυχές τέλος. Οι μπολσεβίκοι, ανήκαν, ευτυχώς, σε άλλη σχολή. Θε­ώρησαν καθήκον τους να σβήσουν την φωτιά όσο το δυνατό νωρίτερα, περιορίζοντας έτσι στο ελάχιστο και τον αριθμό των θυμάτων.

Οι «Κρονστανδικοί» χωρίς Φρούριο

Ουσιαστικά, οι σεβάσμιοι κριτικοί μας είναι αντίπαλοι της διχτατορίας του προλεταριάτου, και με αυτό το τεκμήριο είναι αντίπαλοι της επανάστασης. Σ' αυτό βρίσκεται ολόκληρο το μυστικό. Είναι αλήθεια ότι μερικοί απ' αυτούς αναγνωρίζουν την επανάσταση και τη διχτατορία -στα λόγια. Αλλά αυτό δε διορθώνει τα πράγματα. Επιθυμούν μια επανάσταση που δε θα οδηγούσε σε διχτατορία, ή μια διχτατορία που θα προχωρούσε χωρίς τη χρησιμοποίηση της βίας. Βέβαια, αυτή θα είταν μια πολύ «ευχάριστη» διχτατορία. Απαιτούσε, ωστόσο, ορισμένα μικροπράγματα: μια ίση και, επιπλέον, μια εξαιρετικά υψηλή, ανάπτυξη των εργαζόμενων μαζών. Αλλά κάτω από τέτιες συνθήκες, η διχτατορία γενικά θα είταν περιττή. Μερικοί αναρχικοί, που στην πραγματικότητα είναι φιλελεύθεροι παιδαγωγοί, ελπίζουν πως μέσα σε εκατό ή σε χίλια χρόνια οι εργάτες θα έχουν φτάσει σε ένα τόσο υψηλό επίπεδο ανά­πτυξης που ο καταναγκασμός θα αποδειχνόταν περιττός. Φυσικά, αν ο καπιταλισμός μπορούσε να οδηγήσει σε μια τετια ανάπτυξη, δε θα υπήρχε κανείς λόγος για την ανατροπή του καπιταλισμού. Ούτε και θα υπήρχε ανάγκη για τη βίαιη επανάσταση ή για τη διχτατορία που είναι μια αναπόφευχτη συνέπεια της επαναστατικής νίκης. Ωστόσο, ο παρα­κμασμένος καπιταλισμός των ημερών μας αφήνει ελάχιστα περιθώρια για τέτιου είδους ανθρωπιστικές - ειρηνιστικές αυταπάτες.
Η εργατική τάξη, για να μη μιλήσουμε για τις μισοπρολεταριακές μάζες, δεν είναι ομοιογενής ούτε κοινωνικά ούτε πολιτικά. Η ταξική πάλη δημιουργεί μια πρωτοπορία που απορροφά τα καλύτερα στοιχεία της τάξης. Μια επανάσταση είναι δυνατή όταν η πρωτοπορία είναι σε θέση να οδηγήσει την πλειοψηφία του προλεταριάτου. Αυτό, όμως, δε σημαίνει καθόλου ότι οι εσωτερικές αντιφάσεις ανάμεσα στους εργα­ζόμενους εξαφανίζονται. Τη στιγμή που η επανάσταση φτάνει στο ζενίθ της, φυσικά αυτές οι αντιθέσεις μετριάζονται, αλλά μόνο για να εμφα­νιστούν αργότερα σε ένα νέο στάδιο με όλη τους την οξύτητα. Τέτια είναι η πορεία της επανάστασης σαν όλο. Τέτια είταν και η πορεία στην Κρονστάνδη. Όταν οι σοσιαλίζοντες των σαλονιών προσπαθούν, μετά τα γεγονότα, να χαράξουν ένα διαφορετικό δρόμο για την Επανάσταση του Οχτώβρη, δεν μπορούμε παρά με σεβασμό να τους ρωτήσουμε:
πού και πότε οι μεγάλες τους αρχές επιβεβαιώθηκαν στην πράξη, έστω και μερικά, έστω και σαν μια τάση; Πού είναι οι ενδείξεις που μας κάνουν να προσδοκούμε το θρίαμβο των αρχών αυτών στο μέλλον; Βέβαια, δεν πρόκειται ποτέ να πάρουμε μια απάντηση.
Η επανάσταση έχει τους δικούς της νόμους. Πριν από πολύν καιρό διατυπώσαμε «Τα Μαθήματα του Οχτώβρη» που δεν έχουν μονάχα ρωσική, αλλά και διεθνή σημασία. Κανένας άλλος δε δοκίμασε έστω και να υπαινιχθεί κάποια άλλα «μαθήματα». Η ισπανική επανάσταση είναι μια αρνητική επιβεβαίωση των «Μαθημάτων του Οχτώβρη». Αλλά οι αυστηροί κριτικοί σιωπούν ή μιλάνε διφορούμενα. Η ισπανική κυβέρ­νηση του «Λαϊκού Μετώπου» καταπνίγει την σοσιαλιστική επανάσταση και τουφεκίζει τους επαναστάτες. Οι αναρχικοί συμμετέχουν σ' αυτήν την κυβέρνηση ή, όταν τους διώχνουν απ' αυτήν, εξακολουθούν να υποστηρίζουν τους εκτελεστές. Στο μεταξύ, οι ξένοι σύμμαχοι και οι δικηγόροιτους απασχολούνται με την υπεράσπιση της ...ανταρσίας της Κρονστάνδης ενάντια στους σκληρούς μπολσεβίκους. Τί επαίσχυντη παρωδία!
Οι τωρινές διαφωνίες για την Κρονστάνδη περιστρέφονται γύρω από τους ίδιους ταξικούς άξονες που περιστράφηκε και η ίδια η εξέγερση της Κρονστάνδης, στην οποία τα αντιδραστικά τμήματα των ναυτών προσπάθησαν να ανατρέψουν την προλεταριακή διχτατορία. Έχοντας συνείδηση της αδυναμίας τους στην αρένα της σημερινής επαναστατι­κής πολιτικής, οι ανίκανοι και εκλεκτικοί μικροαστοί προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν το παλιό επεισόδιο της Κρονστάνδης στην πάλη τους ενάντια στην Τέταρτη Διεθνή, δηλαδή ενάντια στο κόμμα της προλε­ταριακής επανάστασης. Οι «κρονστανδικοί» αυτοί των τελευταίων ημερών θα συντριβούν επίσης - και είναι αλήθεια, χωρίς τη χρησιμο­ποίηση των όπλων, γιατί ευτυχώς δεν έχουν στη διάθεση τους ένα οχυρό.

Κογιοακάν, 15 του Γενάρη 1938


-----------------



ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΕΝΤΕΛΙΝ ΤΟΜΑΣ

Αξιότιμε σύντροφε,

Νομίζω πώς τα ερωτήματα που μου βάζετε δεν έχουν άμεση οχέση με την έρευνα της Επιτροπής της Νέας Υόρκης και δε θα μπορούσαν να ασκήσουν καμιά επίδραση στα συμπεράσματα της. Ωστόσο, είμαι προ­θυμότατος να απαντήσω στα ερωτήματα σας για να διευκολύνω όσους ενδιαφέρονται να μάθουν τις πραγματικές μου αντιλήψεις.
Όπως και πολλοί άλλοι, έτσι και σεις την αιτία του κακού την βλέπετε στο δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Η αρχή αυτή καθαυτή είναι υπερβολικά αφηρημένη και πολύ ορθολογιστική. Μπορεί να της δόσει κανείς τίς πιό διαφορετικές ερμηνείες. Όσο για μένα, είμαι πρόθυμος να αναλάβω την υπεράσπιση αυτής της αρχής-από την υλιστική, όμως, και την διαλεχτική της άποψη.
Ναί, πιστεύω ότι δεν υπάρχουν μέσα που να είναι καλά ή κακά αυτά καθεαυτά ή να είναι τέτια κάτω από το πρίσμα κάποιας απόλυτης, υπεριστορικής αρχής. Καλά είναι όσα μέσα οδηγούν στην αύξηση της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη Φύση και στην εξαφάνιση της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. Μ' αυτή την πλατιά ιστορική έννοια, το μέσο δεν μπορεί να δικαιολογείται παρά μόνο από το σκοπό. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι το ψέμα, η δολιότητα, η προδοσία είναι παραδεχτά και δικαιολογημένα αν φέρνουν στο «σκοπό»; Όλο το ζήτημα εξαρτάται από το είδος του σκοπού. Αν ο σκοπός είναι η απε­λευθέρωση της ανθρωπότητας, τότε το ψέμα, η δολιότητα και η προ­δοσία δεν μπορούν καθόλου να είναι μέσα κατάλληλα. Οι αντίπαλοι των Επικουρικών τους κατηγορούσαν πώς πέφτουν στο ιδανικό του χοίρου με το να διδάσκουν την «ευτυχία». Και οι Επικουρικοί τους απαντού­σαν, και με το δίκιο τους, ότι οι αντίπαλοι τους ένιωθαν την ευτυχία με τον τρόπο που την ένιωθαν τα γουρούνια.
Αναφέρεστε στα λόγια του Λένιν ότι το επαναστατικό κόμμα έχει το «δικαίωμα» να κάνει τους αντίπαλους του αξιοπεριφρόνητους και αξιομίσητους στα μάτια των μαζών. Στα λόγια αυτά βλέπετε μια δικαιολό­γηση της αρχής του αμοραλισμού. Ξεχνάτε ωστόσο να υποδείξετε πού, σε ποιο πολιτικό στρατόπεδο βρίσκονται οι αντιπρόσωποι της ανώτε­ρης ηθικής. Οι προσωπικές μου παρατηρήσεις μου λένε ότι στην πολι­τική πάλη γενικά χρησιμοποιούνται οι υπερβολές, οι αλλοιώσεις, το ψέμα και η συκοφαντία. Οι περισσότερο συκοφαντημένοι, κάθε φορά, είναι οι επαναστάτες: στα χρόνια τους, ο Μαρξ, ο Έγκελς και οι φίλοι τους. Αργότερα, οι μπολσεβίκοι, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Κάρλ Λήμ-πκνεχτ. Στην εποχή μας, οι τροτσκιστές. Το μίσος των κυρίαρχων τά­ξεων και η ξιπασιά των διανοουμένων, τα υλικά συμφέροντα των εργα­τικών γραφειοκρατών -όλοι αυτοί όι παράγοντες ενώνονται στο δι­ωγμό του επαναστατικού μαρξισμού. Εξάλλου οι κύριοι συκοφάντες δεν ξεχνούν να αγαναχτούν για τον ... αμοραλισμό των μαρξιστών. Η υποκριτική αυτή αγανάχτηση δεν είναι τίποτα άλλο από ένα όργανο της πάλης των τάξεων.
Στα λόγια που αναφέρετε, ο Λένιν θέλει μόνο να πεί ότι δε θεωρεί τους μενσεβίκους σαν προλεταριακούς αγωνιστές και ότι βάζει σαν ενα καθήκον του να τους κάνει αξιομίσητους στα μάτια των εργατών. Ο Λένιν εκφράζει αυτή την ιδέα με το πάθος που πάντα τον ξεχώριζε και έδινε τη δυνατότητα για εξηγήσεις διφορούμενες και ανάρμοστες. Αλλά, βασισμένος στα «Απαντά» του και στις πράξεις όλης της ζωής του, δηλώνω ότι ο αδυσώπητος αυτός αγωνιστής στάθηκε ο πιό ευθύς αντίπαλος, γιατί, παρόλες τις υπερβολές και τις ακρότητες του, πά­σχιζε πάντοτε να λέει στις μάζες την αλήθεια. Αντίθετα, η πάλη των ρεφορμιστών κατά του Λένιν είναι ολότελα διαποτισμένη από υποκρι­σία, ψέματα, υπεκφυγές, δολιότητες, κάτω από το προκάλυμμα των αιώνιων αληθειών της ηθικής.
Οι κρίσεις σας για την εξέγερση της Κρονστάνδης του 1921 είναι ριζικά λαθεμένες. Η Κρονστάνδη είταν μια πόλη που είχε αδειάσει ολότελα από τους καλύτερους, τους πιό αφοσιωμένους στην επανά­σταση ναύτες αυτοί ακριβώς έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στα μέτωπα και στα τοπικά Σοβιέτ όλης της χώρας. Έμενε μόνο η μάζα των γκριζομάλ-ληδων με τις μεγάλες αξιώσεις («Εμείς οι άντρες της Κρονστάνδης!»), αλλά χωρίς πολιτική διαπαιδαγώγηση, ούτε προθυμία να δόσει επανα­στατικές θυσίες. Η χώρα υπόφερε από πείνα. Οι κροοτανδινοί απαιτούσανε προνόμια. Την εξέγερση την προκάλεσε η επιθυμία τους να παίρνουν προνομιακή μερίδα τροφίμων. Οι ναύτες είχανε κανόνια και πλοία. Όλα τα αντιδρα­στικά στοιχεία, τόσο στη χώρα, όσο και στο εξωτερικό, γαντζώθηκαν τότε από την εξέγερση. Οι λευκοί εμιγκρέδες ζητούσαν να σταλούν ενισχύσεις στους εξεγερμένους.
Η νίκη αυτής της εξέγερσης δε θα είχε φέρει τίποτε άλλο από τη νίκη της αντεπανάστασης, εντελώς ανεξάρτητα από τις ιδέες που μπορού­σαν να έχουν στο κεφάλι τους οι ναύτες της Κρονστάνδης. Αλλά κι αυτές οι ιδέες επίσης είταν βαθύτατα αντιδραστικές. Αντικαθρέφτιζαν την έχθρα του καθυστερημένου χωρικού για τον εργάτη, την έπαρση του στρατιώτη και του ναύτη απέναντι στον «πολίτη» της Πετρούπο­λης, το μίσος του μικροαστού στην επαναστατική πειθαρχία. Γι' αυτό το λόγο το κίνημα είχε χαραχτήρα αντεπαναστατικό. Και μια που οι εξ­εγερμένοι είχαν στην κατοχή τους τα όπλα και το φρούριο, δεν υπήρχε άλλο μέσο να τους καταστείλουμε πέρα από την ένοπλη βία.
Το ίδιο λαθεμένη είναι η εχτίμησή σας για τον Μάχνο. Ο Ίδιος ο Μάχνο είταν ένα μίγμα φανατικού και τυχοδιώχτη. Έγινε όμως το κέντρο των τάσεων που προκάλεσαν την εξέγερση της Κρονστάνδης. Το ιππικό είναι γενικά το πιο αντιδραστικό είδος του στρατεύματος. Ο άνθρωπος που βρίσκεται καβάλλα περιφρονεί τον πεζό. Ο Μάχνο δημι­ούργησε ένα ιππικό από χωρικούς που ο καθένας τους είχε το δικό του άλογο. Αυτοί δεν είταν καταπιεσμένοι φτωχοί χωρικοί που ξύπνησαν για πρώτη φορά από την Οχτωβριανή Επανάσταση, αλλά εύποροι, και καλοθρεμένοι χωρικοί που φοβόντουσαν μή χάσουν ό,τι είχανε. Οι αναρχικές ιδέες του Μάχνο (άρνηση του κράτους, περιφρόνηση για 1 την κεντρική διοίκηση) ανταποκρίνονταν με τον καλύτερο τρόπο στό πνεύμα της κουλάκικης εκείνης καβαλλαρίας. Προσθέτω ότι το μίσος για την πόλη και τον εργάτη της πόλης, στους οπαδούς του Μάχνο, το συμπλήρωνε ένας μαχητικός αντισημιτισμός. Τον ίδιο καιρό που εμείς κάναμε αγώνα κατά του Ντενίκιν και του Βράγκελ, οι μαχνοβικοί κοίτα­ζαν να κάνουν την δική τους πολιτική. Οι εξημμένοι μικροαστοί (κουλά-κοι) νόμισαν πως μπορούσαν να υπαγορεύσουν τις αντιφατικές τους αντιλήψεις στους καπιταλιστές, από τη μια, στους εργάτες, από την άλλη. Οι κουλάκοι αυτοί είταν οπλισμένοι. Έπρεπε να τους αφοπλί­σουμε. Και αυτό ακριβώς κάναμε.
Η προσπάθεια σας να συμπεράνετε από τις δολιότητες του Στάλιν έναν «αμοραλισμό» των μπολσεβίκων είναι ριζικά λαθεμένη. Στην περίοδο όπου η Επανάσταση αγωνιζόταν για την απελευθέρωση των καταπιεζομένων μαζών έλεγε όλα τα πράγματα με το όνομα τους και δεν είχε καμιά ανάγκη από δολιότητες. Το σύστημα των πλαστο­γραφιών προέρχεται από τούτο: ότι η σταλινική γραφειοκρατία αγωνί-ζεται για τα προνόμια μιας μειοψηφίας και έχει ανάγκη να κρύψει και να καμουφλάρει τους αληθινούς της σκοπούς. Αντί να ζητήσετε την εξ­ήγηση στις υλικές συνθήκες της ιστορικής εξέλιξης, δημιουργείτε μια θεωρία «προπατορικού αμαρτήματος», που ταιριάζει στην Εκκλησία, αλλά όχι στην σοσιαλιστική επανάσταση.

Κογιοακάν, 6 Ιούλη 1937
Με ειλικρινή εκτίμηση ΛΕΟΝ ΤΡΟΤΣΚΙ


------------


ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΚΡΟΝΣΤΑΝΔΗΣ


Στο τελευταίο άρθρο μου για την Κρονστάνδη προσπάθησα να τοπο­θετήσω το ζήτημα πάνω σε μια πολιτική βάση. Πολλοί, όμως, ενδιαφέ­ρονται για το πρόβλημα της προσωπικής «ευθύνης». Ο Σουβαρίν, που από νωθρός μαρξιστής έγινε έξαλλος συκοφάντης, βεβαιώνει στο βι­βλίο του για τον Στάλιν, ότι στην αυτοβιογραφία μου σιώπησα συνει­δητά πάνω στο ζήτημα της ανταρσίας της Κρονστάνδης. Υπάρχουν κατορθώματα -λέει σαρκαστικά- για τα οποία κανείς δεν καυχιέται. Ο Σιλίγκα, στο Βιβλίο του, «Στη χώρα του μεγάλου ψεύδους», διηγείται ότι στην καταστολή της Κρονστάνδης «πεισσότεροι από 10.000 ναύτες» τουφεκίστηκαν από μένα (αμφιβάλλω αν ολόκληρος ο στόλος της Βαλ­τικής είχε τότε τόσους ναύτες). Άλλοι κριτικοί εκφράζονται με τον εξής τρόπο: Βέβαια, αντικειμενικά η ανταρσία είχε αντεπαναστατικό χαραχτήρα, αλλά γιατί ο Τρότσκι χρησιμοποίησε τέτια ανελέητη κατα­πίεση στη διάρκεια της ειρήνευσης και μετά;
Δεν έθιξα ποτέ αυτό το ζήτημα. Όχι γιατί είχα κάτι να κρύψω, αλλά, αντίθετα, ακριβώς γιατί δεν είχα τίποτε να πω. Η αλήθεια στην υπόθεση είναι ότι εγώ προσωπικά δε συμμετείχα καθόλου στην καταστολή της ανταρσίας της Κρονστάνδης, ούτε και στα καταπιεστικά μέτρα που ακολούθησαν την καταστολή. Αλλά για μένα, το πραγματικό αυτό γε­γονός δεν έχει πολ'τική σημασία. Είμουνα μέλος της κυβέρνησης, θεωρούσα αναγκαία την κατάπνιξη της ανταρσίας και επομένως ευθύ­νομαι για την καταστολή. Μόνο μέσα σ' αυτά τα όρια έχω να απαντήσω στην ως τα τώρα κριτική. Όταν όμως, οι ηθικολόγοι αρχίζουν να με ενοχλούν προσωπικά, κατηγορώντας με για υπερβολική σκληρότητα, που δεν την απαιτούσαν οι συνθήκες, νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να πω: «Κύριοι ηθικολόγοι, λέτε ψέματα».

Η ανταρσία ξέσπασε όταν εγώ βρισκόμουν στα Ουράλια. Από τα Ουράλια επέστρεψα κατευθείαν στη Μόσχα για το Δέκατο Συνέδριο του Κόμματος. Η απόφαση για την καταστολή της ανταρσίας με τη στρατιωτική βία, αν δε δέχονταν να παραδόσουν το φρούριο, πρώτα με ειρηνικές διαπραγματεύσεις, έπειτα με τελεσίγραφο -η γενική αυτή απόφαση υιοθετήθηκε με την άμεση συμμετοχή μου. Αλλά μετά την απόφαση, εγώ παρέμεινα στη Μόσχα και δεν έλαβα μέρος άμεσα ή έμμεσα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Σ' ότι αφορά τα κατοπινά καταπιεστικά μέτρα, αυτά είταν εξολοκλήρου δουλιά της Τσεκά.

Πώς συνέβηκε εγώ να μην πάω προσωπικά στην Κρονστάνδη; Η αιτία είταν πολιτικής φύσης. Η ανταρσία ξέσπασε στη διάρκεια της συζήτη­σης για το λεγόμενο ζήτημα «των συνδικάτων». Η πολιτική δουλιά στην Κρονστάνδη ειταν εξολοκλήρου στα χέρια της Επιτροπής της Πετρού­πολης, που επικεφαλής της είταν ο Ζηνόβιεφ. Ο Ίδιος ο Ζηνόβιεφ ειταν ο αρχηγός, ο ακούραστος και ο πιό φανατικός ηγέτης της πάλης ενάν­τια μου στη συζήτηση. Πριν από την αναχώρηση μου για τα Ουράλια, είμουνα στην Πετρούπολη και μίλησα σε μια συγκέντρωση των κομ­μουνιστών ναυτών. Το γενικό πνεύμα της συγκέντρωσης μου έκανε μια εξαιρετικά δυσμενή εντύπωση. Κομψευόμενοι και καλοθρεμμένοι ναύ­τες, κομμουνιστές μονάχα στο όνομα, δημιουργούσαν την εντύπωση παράσιτων σε σύγκριση με τους εργάτες και τους άνδρες του Κόκκινου Στρατού εκείνης της εποχής. Απόμερους της Επιτροπής της Πετρού­πολης η καμπάνια γινόταν με εξαιρετικά δημαγωγικό τρόπο. Το ηγετικό προσωπικό του στόλου είταν απομονωμένο και τρομοκρατημένο. Η απόφαση που προτάθηκε από τον Ζηνόβιεφ πήρε, πιθανόν, τα 90% των ψήφων. Θυμάμαι ότι, με την ευκαιρία, είχα πει στον Ζηνόβιεφ: «Όλα είναι πολύ καλά εδώ μέχρι τη στιγμή που θα γίνουν πολύ άσχημα». Στη συνέχεια, ο Ζηνόβιεφ είταν μαζί μου στα Ουράλια όπου έλαβε ένα επείγον μήνυμα ότι στην Κρονστάνδη τα πράγματα εξελίσσονταν «πολύ άσχημα». Η συντριπτική πλειοψηφία των «κομμουνιστών» ναυ­τών, που είχαν υποστηρίξει την απόφαση του Ζηνόβιεφ, πήραν μέρος στην ανταρσία. Θεώρησα, και το Πολιτικό Γραφείο δεν έφερε καμιά αντίρρηση, ότι οι διαπραγματεύσεις με τους ναύτες και σε περίπτωση ανάγκης, η ειρήνευση τους θα έπρεπε να γίνειμε εκείνους τους ηγέτες που ως την προηγούμενη μέρα είχαν την πολιτική εμπιστοσύνη αυτών των ναυτών. Αλλιώτικα, οι ναύτες της Κρονστάνδης θα θεωρούσαν ότι πήγαινα εγώ για να τους «εκδικηθώ» επειδή ψήφισαν ενάντια μου στην κομματική συζήτηση.

Σωστές ή λαθεμένες, όπως και νά 'χει, αυτές ακριβώς είταν οι σκέψεις που καθόρισαν τη στάση μου. Στάθηκα παράμερα εξολοκλήρου και επιδεικτικό από την υπόθεση αυτή. Σ' ότι αφορά τα μέτρα καταπί­εσης, στο ποσοστό που θυμάμαι, ο Τζερζίνσκι είχε την προσωπική ευθύνη γι1 αυτά, και ο Τζερζίνσκι δεν είταν δυνατό να ανεχθεί την επέμβαση οποιουδήποτε στα καθήκοντα του (και πολύ σωστά βέβαια).

Αν υπήρξαν περιττά θύματα, δεν ξέρω. Στο σημείο αυτό έχω μεγαλύ­τερη εμπιστοσύνη στον Τζερζίνσκι παρά στους όψιμους επικριτές του. Από έλλειψη δεδομένων, δεν μπορώ να αποφανθώ εκ των υστέρων ποιοι θα έπρεπε να τιμωρηθούν και πώς. Τα συμπεράσματα του Βίκτορ Σερζ, στο σημείο αυτό -από τρίτο χέρι- δεν έχουν καμιά αξία για μένα. Πρόθυμα όμως αναγνωρίζω ότι ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι ένα σχολείο ανθρωπισμού. Οι ιδεαλιστές και οι ειρηνιστές πάντοτε κατη­γορούσαν την επανάσταση για «υπερβολές». Αλλά το κύριο ζήτημα είναι ότι αυτές οι «υπερβολές» απορρέουν από την ίδια τη φύση της επανάστασης που αυτή καθεαυτή είναι μια «υπερβολή» της ιστορίας. Όποιος το επιθυμεί μπορεί, πάνω σ' αυτή τη βάση, να απορρίψει (με μικρά αρθράκια) την επανάσταση γενικά. Εγώ δεν την απορρίπτω. Με αυτήν την έννοια δέχομαι ολοκληρωτικά και πλήρη την ευθύνη για την καταστολή της ανταρσίας της Κρονστάνδης.

Κογιοακάν, 6 Ιούλη 1938




-----------



Οι Πολιτικές «Αμαρτίες» του Μπολσεβικισμού σαν Πηγή του Σταλινισμού

απόσπασμα από το "Σταλινισμός και Μπολσεβικισμός"
28 Αυγούστου 1937

Τα επιχειρήματα των ορθολογιστών παίρνουν καμιά φορά, τουλάχιστο στην εξωτερική τους μορφή, έναν πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα. Δεν εξάγουν το σταλινισμό από τον Μπολσεβικισμό συνολικά, αλλά από τα πολιτικά του σφάλματα.

Οι Μπολσεβίκοι –σύμφωνα με τον Γκόρτερ, τον Πάνεκεκ, ορισμένους γερμανούς «Σπαρτακιστές» και άλλους– αντικατάστησαν τη δικτατορία του προλεταριάτου με τη δικτατορία του Κόμματος. Ο Στάλιν αντικατέστησε τη δικτατορία του Κόμματος με τη δικτατορία της γραφειοκρατίας. Οι Μπολσεβίκοι κατάστρεψαν όλα τα κόμματα εκτός από το δικό τους. Ο Στάλιν στραγγάλισε το Μπολσεβίκικο Κόμμα για τα συμφέροντα μιας βοναπαρτιστικής κλίκας. Οι Μπολσεβίκοι έκαναν συμβιβασμούς με την μπουρζουαζία. Ο Στάλιν έγινε σύμμα­χος και υποστηρικτής της. Οι Μπολσεβίκοι αναγνώρισαν την αναγκαιότητα της συμμετοχής στα παλιά συνδικάτα και στο αστικό κοινοβούλιο. Ο Στάλιν έγινε φίλος με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και την αστική δημοκρατία. Μπορεί κανείς να κάνει τέτοιες συγκρίσεις κατά βούληση. Αλλά, παρά τη φαινομενική αποτελεσματικότητά τους, αυτές είναι ολότελα κενές.

Το προλεταριάτο μπορεί να πάρει την εξουσία μόνο διαμέσου της πρωτοπορίας του. Η ίδια η ανάγκη για κρατική εξουσία απορρέει από το ανεπαρκές πολιτιστικό επίπεδο των μαζών και την ανομοιογένειά τους. Στην επαναστατική πρωτοπορία, την οργανωμένη σε ένα κόμμα, αποκρυσταλλώνεται η επιθυμία των μαζών να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Χωρίς την εμπιστοσύνη της τάξης στην πρωτοπορία, χωρίς την υποστήριξη της πρωτοπορίας από την τάξη, δεν μπορείς να συζητάς για την κατάκτηση της εξουσίας. Μ’ αυτή την έννοια, η προλεταριακή επανάσταση και η δικτατορία είναι έργο ολόκληρης της τάξης, αλλά μόνο κάτω από την ηγεσία της πρωτοπορίας. Τα Σοβιέτ δεν είναι παρά η οργανωμένη μορφή του δεσμού ανάμεσα στην πρωτοπορία και την τάξη. Ένα επαναστατικό περιεχόμενο μπορεί να δοθεί σε αυτή τη μορφή μόνο από το Κόμμα. Αυτό αποδείχνεται τόσο από τη θετική εμπειρία της Οχτωβριανής Επανάστασης, όσο και από την αρνητική εμπειρία των άλλων χωρών (Γερμανία, Αυστρία και τελικά Ισπανία). Κανείς δεν έχει δείξει στην πράξη ούτε προσπάθησε να εξηγήσει με σαφήνεια στο χαρτί το πώς το προλεταριάτο μπορεί να πάρει την εξουσία δίχως την πολιτική ηγεσία του Κόμματος που ξέρει τι θέλει. Το γεγονός ότι το Κόμμα αυτό έχει υποτάξει πολιτικά τα Σοβιέτ στην ηγεσία του, έχει, αυτό καθεαυτό, καταργήσει το σοβιετικό σύστημα τόσο, όσο η κυριαρχία της συντηρητικής πλειοψηφίας έχει καταργήσει το βρετανικό κοινοβουλευτικό σύστημα.

Όσο για την απαγόρευση των άλλων σοβιετικών κομμάτων, αυτό δεν βγήκε από κάποια «θεωρία» του Μπολσεβικισμού, αλλά ήταν ένα μέτρο άμυνας της δικτατορίας του προλεταριάτου σε μια καθυστερημένη και ερειπωμένη χώρα, περικυκλωμένη γύρω γύρω από εχθρούς. Για τους Μπολσεβίκους ήταν από την αρχή καθαρό ότι αυτό το μέτρο, που συμπληρώθηκε αργότερα με την απαγόρευση των φραξιών μέσα στο ίδιο το κυβερνητικό Κόμμα, σήμαινε έναν τεράστιο κίνδυνο. Ωστόσο, η ρίζα του κινδύνου δεν βρισκόταν στη θεωρία ή στην τακτική, αλλά στην υλική αδυναμία της δικτατορίας, στις δυσκολίες της εσωτερικής και διεθνούς της θέσης. Αν η επανάσταση θριάμβευε, έστω και μόνο στην Γερμανία, η ανάγκη της απαγόρευσης των άλλων σοβιετικών κομμάτων αμέσως θα εξαφανιζόταν. Είναι εντελώς αναμφισβήτητο ότι η κυριαρχία ενός και μόνο κόμματος χρησίμεψε σαν η νομική αφετηρία για το σταλινικό ολοκληρωτικό σύστημα. Αλλά η αιτία γι’ αυτήν την εξέλιξη δεν βρίσκεται ούτε στον Μπολσεβικισμό ούτε στην απαγόρευση των άλλων κομμάτων, σαν ένα προσωρινό πολεμικό μέτρο, αλλά στον αριθμό των ηττών του προλεταριάτου στην Ευρώπη και την Ασία.

Το ίδιο ισχύει και για την πάλη με τον αναρχισμό. Στην ηρωική εποχή της επανάστασης, οι Μπολσεβίκοι πήγαιναν χέρι χέρι με τους γνήσιους επαναστάτες αναρχικούς. Πολλοί απ’ αυτούς τραβήχτηκαν μέσα στις γραμμές του Κόμματος. Ο συγγραφέας αυτών των γραμμών συζήτησε με τον Λένιν περισσότερο από μια φορά τη δυνατότητα παραχώρησης στους αναρχικούς ορισμένων περιοχών, όπου, με τη συγκατάθεση του τοπικού πληθυσμού, θα μπορούσαν να κάνουν το ακρατικό πείραμά τους. Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος, ο αποκλεισμός και η πείνα δεν άφησαν περιθώρια για τέτοια σχέδια. Και η εξέγερση της Κρονστάνδης; Μα η επαναστατική κυβέρνηση δεν μπορούσε φυσικά να «προσφέρει» στους επαναστατημένους ναύτες το φρούριο που προστάτευε την πρωτεύουσα μόνο και μόνο γιατί στην αντιδραστική ανταρσία των χωρικών—στρατιωτών πήραν μέρος λίγοι αμφίβολοι αναρχικοί. Μια συγκεκριμένη ιστορική ανάλυση των γεγονότων δεν αφήνει τον ελάχιστο χώρο για τους θρύλους, που βασίστηκαν πάνω στην άγνοια και το συναισθηματισμό, σ’ ότι αφορά την Κρονστάνδη, τον Μάχνο και άλλα επεισόδια της επανάστασης.

Εδώ δεν μένει παρά το γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι από την αρχή χρησιμοποίησαν όχι μόνο την πειθώ, αλλά και τον εξαναγκασμό, και συχνά σε πολύ οξύ βαθμό. Είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι αργότερα η γραφειοκρατία που αναπτύχθηκε από την επανάσταση μονοπώλησε το σύστημα των εξαναγκασμών στα δικά της τα χέρια.

Κάθε στάδιο της εξέλιξης, ακόμα και ένα τέτοιο καταστροφικό στάδιο όπως η επανάσταση και η αντεπανάσταση, πηγάζει από το προηγούμενο στάδιο, είναι ριζωμένο σ’ αυτό και φέρνει μερικά από τα χαρακτηριστικά του. Οι Φιλελεύθεροι, κι εδώ περιλαβαίνονται και οι Γουέμπς, υποστήριζαν πάντα ότι η μπολσεβίκικη δικτατορία δεν αντιπροσώπευε παρά μια νέα έκδοση του Τσαρισμού. Κλείνουν τα μάτια τους μπροστά σε τέτοιες «λεπτομέρειες» όπως είναι η κατάργηση της μοναρχίας και των ευγενών, η παράδοση της γης στους αγρότες, η απαλλοτρίωση του κεφαλαίου, η εισαγωγή της σχεδιασμένης οικονομίας, η αθεϊστική εκπαίδευση, κλπ. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η αναρχοφιλελεύθερη σκέψη κλείνει τα μάτια της στο γεγονός ότι η Μπολσεβίκικη Επανάσταση, με όλες τις καταπιέσεις της, σήμαινε μια άνοδο των κοινωνικών σχέσεων προς το συμφέρον των μαζών, ενώ η άνοδος του σταλινικού θερμιδόρ συνοδεύει την αναμόρφωση της σοβιετικής κοινωνίας για το συμφέρον μιας προνομιούχας μειοψηφίας. Είναι καθαρό ότι στην ταύτιση του σταλινισμού με τον Μπολσεβικισμό δεν υπάρχει ίχνος σοσιαλιστικού κριτηρίου.