9.7.07

o Άγνωστος Μπακούνιν νο2

αποσπάσματα από το βιβλίο Φρανσις Γούιν " Κάρολος Μαρξ η ζωή του"

  • Μπακούνιν και Διεθνής (συνωμοτικές τακτικές)

σελ . 422/423
Το 1867, η πριγκίπισσα και ο αυλικός της αναρχικός μετακόμισαν στην Ελβετία, όπου σύντομα ο Μπακουνιν παρατήρησε πως η Διεθνής είχε αρχίσει να επιβάλλεται ως σημαντική δύναμη. Προσπαθώντας να κερδίσει το χαμένο χρόνο, αποφάσισε να αλώσει την οργάνωση για λογαριασμό του και συνέλαβε αυτό που ο βιογράφος του Ε. Χ. Καρ αποκαλεί «τολμηρό σχέδιο». Τολμηρό και συνάμα ολότελα παράλογο. Κάθισε κι έγραψε, με το δικό του πάντα ύφος, στη Διεθνή των εργατών μια επιστολή ως αρχηγός της «Διεθνούς Συμμαχίας της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» -το τελευταίο από τα ηχηρά και ολιγομελή του γκρου-πούσκουλα- όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, πρότεινε να συγχωνευτούν οι δύο οργανώσεις, και μάλιστα να συγχωνευτούν επί ίσοις όροις. Έτσι, εκ των πραγμάτων, θα γινόταν πρόεδρος από κοινού της νέας οργάνωσης. Ήταν επόμενο ο Μαρξ και οι συνάδελφοι του να προσπεράσουν την πρόταση του: μέσω των συνεργαζόμενων ενώσεων και σωματείων, αντιπροσώπευαν δεκάδες χιλιάδες εργάτες, ενώ το σύνολο των μελών της αΔιεθνούς Συμμαχίας» του Μπακουνιν δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από είκοσι. Αφού αποκρούστηκε η κατά μέτωπον επίθεση του, ο Μπακουνιν αποφάσισε να εισχωρήσει ακροποδητι από την πίσω πόρτα. Ενημέρωσε το Γενικό Συμβούλιο πως η Διεθνής Συμμαχία διαλύθηκε. Αλλά το νέο του σχήμα, μια απλή «Συμμαχία» για τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία, επιθυμούσε να γίνει κανονικό, ταπεινό μέλος της Διεθνούς των εργατών, όπως οποιαδήποτε άλλη οργάνωση. Ο Μαρξ δεν έβλεπε τίποτε κακό σ' αυτό και συνέστησε να τον δεχτούν.
Όσοι περιγράφουν τον Μπακουνιν ως ηρωικό αντίπαλο των συγκεντρωτικών δομών εξουσίας και των άκαμπτων ιεραρχιών δυσκολεύονται να εξηγήσουν τη μεταγενέστερη συμπεριφορά του - κι ίσως αυτός να είναι ο λόγος που δεν την αναφέρουν καν. Στο πρώτο και. μοναδικό συνέδριο της Διεθνούς στο οποίο παραβρέθηκε (στη Βασιλεία το 1869), πρότεινε «την κατασκευή του διεθνούς κράτους των εκατομμυρίων των εργατών, ένα κράτος το οποίο θα αναλάβει να συστήσει η Διεθνής» - ξεχνώντας προσωρινά πως τα «κράτη» κάθε είδους ήταν ανάθεμα για οποιονδήποτε πραγματικό αναρχικό όπως αυτός. Σε μια άλλη συζήτηση, πρότεινε την ενδυνάμωση της εξουσίας του Γενικού Συμβουλίου να θέτει βέτο στις νέες υποψηφιότητες και να αποβάλλει υφιστάμενα μέλη. Δεν υπάρχει τίποτε το παράξενο: όπως παρα- δέχεται ο Καρ, «η φιλοδοξία του Μπακούνιν σ' αυτό το στάδιο ήταν να καταλάβει το Γενικό Συμβούλιο, όχι να το καταστρέψει,». Όσο εξετάζει κανείς αυτή την υπόθεση καλύτερα, τόσο περισσότερο καταλαβαίνει πως η κατοπινή του μανία ενάντια στο Γενικό Συμβούλιο δεν οφειλόταν τόσο στην υψηλόφρονα αποστροφή του προς την εξουσία όσο στην πικρία του που απέτυχε να αποκτήσει τον έλεγχο του.
Στα παρασκήνια, μηχανορραφούσε ως συνήθως. Η συζήτηση με έναν από τους πιστούς του ακόλουθους, τον Σαρλ Περόν, είναι ένα τέλειο παράδειγμα του modus operandi του Μπακούνιν:
Ο Μπακούνιν τον διαβεβαίωσε πως η Διεθνής ήταν μια εξαίρετη οργάνωση, αλλά υπήρχε και μια καλύτερη, στην οποία ο Περόν θα έπρεπε να ενταχθεί - η Συμμαχία. Ο Περόν συμφώνησε. Έπειτα, ο Μπακούνιν του είπε πως, ακόμη και στη Συμμαχία, είναι πιθανόν να υπάρχουν ορισμένοι που δεν είναι αυθεντικοί επαναστάτες και είναι βάρος στις δραστηριότητες της. Επομένως, θα ήταν καλό να δημιουργηθεί στα μετόπισθεν της Συμμαχίας μια ομάδα που θα επονομαζόταν «η Διεθνής Αδελφότητα». Ο Περόν συμφώνησε και πάλι.

  • Μπακούνιν και Κομμούνα του Παρισιού, Ο Μπακούνιν δήμαρχος!
σελ.429-431
Οι καθαρές τρέλες ήταν, βεβαίως, η αγαπημένη ενασχόληση του Μιχαήλ Μπακούνιν, που παρακολουθούσε τα νέα της Γαλλίας από τη βίλα του στην Ελβετία. Όταν άκουσε για την εξέγερση της Λυόν αμέσως μετά την ήττα στο Σεντάν, έσπευσε επιτόπου, κατέλυσε στο Δημαρχείο και αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός της «Επιτροπής της Γαλλικής Σωτηρίας». Από το μπαλκόνι του Δημαρχείου κήρυξε την Κατάλυση του Κράτους και πρόσθεσε πως όποιος διαφωνεί μαζί του θα εκτελείται (Πολύ ελευ-θεριακό αυτό). Το κράτος, με τη μορφή μιας διμοιρίας της Εθνοφρουράς, μπήκε αμέσως στο κτίριο από μια πόρτα που είχε μείνει αφύλακτη και εξανάγκασε τον Μεσσία της Λυόν να επιστρέψει στις ασφαλείς ακτές της Λίμνης της Γενεύης.
Οι νουθεσίες του Μαρξ να μην ανατραπεί η κυβέρνηση δεν έπιασαν περισσότερο τόπο από την κενόδοξη κωμωδία του Μπακούνιν. Ο Αδόλφος Θιέρσος, ένας βετεράνος φιλελεύθερος δικηγόρος, τοποθετήθηκε πρόεδρος της Τρίτης Δημοκρατίας και σύντομα άρχισε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με την Πρωσία επ' ονόματι της κατ' ευφημισμόν αποκαλούμενης «Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης». Η οργή των Παριζιάνων για την παράδοση της Γαλλίας διπλασιάστηκε, όταν ο θιέρσος ανακοίνωσε πως όλα τα δάνεια και οι οικονομικές υποχρεώσεις των πολιτών, που είχαν παγώσει κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, θα έπρεπε να εξοφληθούν πάραυτα, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι πολεμικές επανορθώσεις. Στις 18 Μαρτίου του 1871, το εξαγριωμένο πλήθος ξεχύθηκε στους δρόμους, υποστηριζόμενο από την Εθνοφρουρά της πόλης, που είχε αρνηθεί να υπακούσει στη διαταγή παράδοσης των όπλων. Ο Θιέρσος και οι οπαδοί του στρατοπέδευσαν στις Βερσαλλίες, αφήνοντας το Παρίσι, στα χέρια των πολιτών.
Για μια ακόμη φορά ο γαλατικός κόκορας είχε λαλήσει. Οι ηγέτες της Ευρώπης στην αρχή έκαναν τους κουφούς, περιμένοντας πιθανόν πως τα κακαρίσματα θα σταματούσαν αν δεν τους έδιναν σημασία. Όταν η τακτική αυτή απέτυχε, πανικοβλήθηκαν. Ήταν χάρμα οφθαλμών. Η Times Λονδίνου εξαπέλυσε μύδρους εναντίον «αυτής της επικίνδυνης αντίληψης περί Δημοκρατίας, αυτής της συνομωσίας ενάντια στον πολιτισμό στην ίδια την αποκαλούμενη πρωτεύουσα του». Μέχρι κι ο Κάρολος Μαρξ, έγραψαν, είχε τρομοκρατηθεί τόσο από την εξέγερση που έστειλε στα γαλλικά στελέχη της Διεθνούς ένα αυστηρό μήνυμα καλώντας τους να υπαναχωρήσουν. Η εφημερίδα αναγκάστηκε να δημοσιεύσει τη διάψευση του Μαρξ, ο οποίος αποκάλυψε πως η υποτιθέμενη επιστολή ήταν μια «αναιδέστατη πλαστογραφία». («Να μην πιστεύεις λέξη απ' όσα διαβάζεις στον αστικό Τύπο για τα εσωτερικά γεγονότα του Παρισιού», συμβούλευσε τον Λίμπκνεχτ στη Γερμανία. «Είναι όλα ψέματα κι απάτη. Ποτέ άλλοτε η φιδίσια μοχθηρία των γραφιάδων του αστικού τύπου δεν ξεδιπλώθηκε έτσι σ' όλο της το μεγαλείο».)
Ο ενθουσιασμός του Μαρξ για τα «εσωτερικά γεγονότα» του Παρισιού μετριάστηκε μόνο από το φόβο του πως οι επαναστάτες ήταν πολύ τίμιοι και η τιμιότητα δεν θα τους έβγαινε σε καλό. Αντί να προελάσουν ευθύς για τις Βερσαλλίες και να τελειώνουν με τον Θιέρσο και την άθλια ομάδα του, έχασαν «πολύτιμη ώρα», διοργανώνοντας πανδημοτικές εκλογές για την Κομμούνα. Διαφωνούσε επίσης με την απόφαση τους να επιτρέψουν στην Εθνική Τράπεζα να συνεχίσει τις δραστηριότητες της:
εάν ήταν υπεύθυνος ο Μαρξ, θα είχε λεηλατήσει παρευθύς τα υπόγεια της. Δεν έχει σημασία· ήταν ευτυχία που είχε ξημερώσει εκείνη η μέρα. «Τι ανθεκτικότητα, τι ιστορική πρωτοβουλία, τι δυνάμεις αυτοθυσίας που κρύβουν μέσα τους αυτοί οι Παριζιάνοι!» αναφώνησε. «Μετά από έξι μήνες λιμού και ερείπωσης, εξαιτίας μάλλον της εσωτερικής καταλήστευσης παρά του εξωτερικού εχθρού, εξεγείρονται, ξεχνώντας τις πρωσικές ξιφολόγχες λες και δεν είχε γίνει ποτέ πόλεμος μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας, λες κι ο εχθρός δεν βρίσκεται ακόμη έξω από τις πύλες του Παρισιού! Η ιστορία δεν έχει να επιδείξει άλλο τέτοιο παράδειγμα μεγαλείου».
Από τους ενενήντα δύο Κομμουνάρους που εξελέγησαν με λαϊκή ψηφοφορία στις 28 Μαρτίου, οι δεκαεφτά ήταν μέλη της Διεθνούς. Το Γενικό Συμβούλιο συγκάλεσε συνέλευση στο Λονδίνο, την ίδια κιόλας ημέρα, και αποφάσισε ομοφώνως να γράψει ο Μαρξ το σχεδίασμα μιας νέας «Διακήρυξης προς το Λαό του Παρισιού». Δεν υπήρξε άμεση συνέχεια. Τους δύο μήνες ζωής της Κομμούνας, η Διεθνής δεν έκανε ούτε μία δημόσια δήλωση. Όταν στις 30 Μαΐου ο Μαρξ παρέδωσε πια την πενηντασέλι-δη Διακήρυξη, το κείμενο ακούστηκε περισσότερο ως επιτάφιος: τα στρατεύματα του Θιέρσου είχαν ανακαταλάβει την πόλη τρεις μέρες νωρίτερα και τα λιθόστρωτα του Παρισιού είχαν βαφτεί κόκκινα από το αίμα 20.000 δολοφονημένων Κομμου-νάρων.
Προς τι η καθυστέρηση; Οι βιογράφοι του την αποδίδουν συνήθως στην «προσωπική αμφιθυμία του απέναντι στην Κομμούνα». Είναι βέβαιο πως τον βασάνιζε ο φόβος μήπως η Κομμούνα αποτύχει, αλλά άλλο πράγμα η ανησυχία και άλλο η αμφιθυμία. Το βασικό λόγο για την καθυστέρηση τον γνωρίζουμε καλά πια: το μεγαλύτερο μέρος του Απριλίου και του Μαΐου υπέφερε από βρογχίτιδα και ηπατικά προβλήματα που του απαγόρευσαν να παρασταθεί στις συνελεύσεις του Γενικού Συμβουλίου...

  • Μπακούνιν και αντισημιτισμός
σελ.449-450
...«λατινική φυλή», πρόσθετε κολακευτικά, μπορούσε να αποτρέψει τα μυστικά σχέδια των Εβραίων για παγκόσμια κυριαρχία.
Ολόκληρος αυτός ο κόσμος των Εβραίων, που συνιστά μια και μοναδική αίρεση εκμεταλλευτών, ένα ανθρώπινο είδος που ρουφά το αίμα, ένα συλλογικό παράσιτο, αδηφάγο, που απλώνει την οργάνωση του όχι μόνο πέρα από τα σύνορα των κρατών αλλά ακόμη και πέρα από τις διαφορές των πολιτικών απόψεων - αυτός ο κόσμος είναι προς το παρόν, σε μεγάλο μέρος του τουλάχιστον, στη διάθεση του Μαρξ από τη μια και των Ρότσιλντ από την άλλη. Γνωρίζω πως οι Ρότσιλντ, όσο κι αν είναι και οφείλουν να είναι αντιδραστικοί, τρέφουν υψηλή εκτίμηση για τις αρετές του κομμουνιστή Μαρξ· και πως κι ο κομμουνιστής Μαρξ με την σειρά του νιώθει, από ενστικτώδη έλξη κι από θαυμασμό ανάκατο με σεβασμό, να τον μαγνητίζει η οικονομική ιδιοφυΐα του Ρότσιλντ. Τους ένωσε η εβραϊκή αλληλεγγύη, αυτή η πανίσχυρη αλληλεγγύη που διατηρήθηκε σε ολόκληρη την ιστορία.
Τα ρυπαρά παραληρήματα του Μπακούνιν ήταν, αν μη τι άλλο, ειλικρινή. Το 1869 είχε γράψει έναν εκτενή λίβελο εναντίον των Εβραίων (που είναι «απογυμνωμένοι από κάθε αίσθημα ηθικής και προσωπικής αξιοπρέπειας») στον οποίον κατονόμαζε πέντε μόνον εξαιρέσεις στον κανόνα: τον Ιησού Χριστό, τον Απόστολο Παύλο, τον Σπινόζα, τον Λασάλ και τον Μαρξ. Όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί παραχωρούσε άφεση αμαρτιών στον Μαρξ, ο Μπακούνιν του εξήγησε πως ήθελε να αποσπάσει την προσοχή του εχθρού: «Είναι πολύ πιθανόν, και πολύ σύντομα μάλιστα, να ξεκινήσω πόλεμο εναντίον του... Υπάρχει, όμως, καιρός για τα πάντα και η ώρα της πάλης δεν έχει ακόμη σημάνει». Τώρα που ξεκίνησε η πάλη, δεν χρειαζόταν πια να κρύβει τα αληθινά του αισθήματα.
Εδώ πρέπει να κάνουμε μια σημαντική διάκριση. Μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι λαϊκοί συγγραφείς, όπως η Αγκάθα Κρίστι, έβαζαν καμιά φορά στα βιβλία τους αντισημιτικά σχόλια της κακιάς ώρας («Εβραίος είναι, βέβαια, αλλά πολύ καλός εβραίος») κανείς, ωστόσο, δεν κατηγόρησε ποτέ την Κρίστι πως ήθελε να μαντρώσει έξι εκατομμύρια Εβραίους και να τους σφάξει. Παρομοίως, το στερεότυπο του «σπαγκοραμμένου Εβραίου» ήταν παγκόσμιο σχεδόν τον δέκατο ένατο αιώνα: το χρησιμοποίησε κι ο ίδιος ο Μαρξ στο πρώιμο δοκίμιο του Για το Εβραϊκό ζήτημα. Ο Μπακούνιν, όμως, έστρεφε τους διεστραμμένους του λίβελους εναντίον των «εξ αίματος Εβραίων», ανεξάρτητα από τις πραγματικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις επιχειρηματικές τους πρακτικές, την κοινωνική τάξη και την πολιτική τους ιδεολογία. Εκεί όπου ο Μαρξ ισχυριζόταν πως η χειραφέτηση της ανθρωπότητας θα απελευθέρωνε τους Εβραίους από την τυραννία του ιουδαϊσμού, ο Μπακούνιν το μόνο που επιθυμούσε ήταν να τους εξολοθρεύσει, «Ο κόσμος μισεί τους Εβραίους σε όλες τις χώρες», έγραφε σε μια εγκύκλιο επιστολή που είχε στείλει στο παράρτημα της Διεθνούς στην Μπολόνια. «Τους μισεί τόσο πολύ, που κάθε λαϊκή επανάσταση συνοδεύεται κι από σφαγές Εβραίων: φυσική συνέπεια...»
Καταλαβαίνουμε πολύ καλά για ποιο λόγο το Γενικό Συμβούλιο θέλησε να τηρήσει τις αποστάσεις του από ετούτα τα στομφώδη σαλπίσματα για γενοκτονία, ιδίως σε μια εποχή που όλοι οι εκδότες της Ευρώπης αναζητούσαν λάσπη για να ρίξουν στη Διεθνή Ένωση Εργατών. Τον Ιούνιο του 1872, το Συμβούλιο εξέδωσε ένα φυλλάδιο, γραμμένο από τον Μαρξ, το Πλασματικά ρήγματα της Διεθνούς, όπου κάθε σελίδα του συνέβαλλε στη διάψευση του τίτλου του και στην επιβεβαίωση πως πράγματι υπήρχε ένα ρήγμα μεγάλο σαν το κανάλι της Μάγχης: «Η Διεθνής περνά τη σοβαρότερη κρίση από την εποχή της ίδρυσης της». Ο Μπακούνιν κατηγορήθηκε πως υποκινούσε αφυλετικό πόλεμο» και οργάνωνε μυστικές εταιρείες ως μέρος του αναρχικού σχεδίου του να καταστρέψει το εργατικό κίνημα.

  • Μπακούνιν,Νετσάγιεφ και μετάφραση του Κεφαλαίου
σελ.456-457
Συμβούλιο αργά ή γρήγορα θα διαλυόταν και γνώριζε, επίσης, πως υπήρχε το σοβαρό ενδεχόμενο η διάλυση του να προξενήσει μεγάλες ζημιές στο κομμουνιστικό κίνημα. Καλύτερα να γλίτωνε μια και καλή το πληγωμένο θεριό από τα βάσανα του.
Μετά την απόφαση για τη μεταφορά στη Νέα Τόρκη, οι παρεπόμενες συζητήσεις στο συνέδριο της Χάγης θα αποκλιμάκωναν αναπόφευκτα την ένταση. Ο Μαρξ, ωστόσο, είχε ετοιμάσει ένα τελευταίο coup de theatre πριν εγκαταλείψει τη σκηνή. Δύο εβδομάδες πριν το ταξίδι στην Ολλανδία, είχε εξασφαλίσει ένα έγγραφο από την Αγία Πετρούπολη, το οποίο, κατά τα φαινόμενα, απεδείκνυε πως ο Μιχαήλ Μπακουνιν ήταν μανιακός δολοφόνος. Το έφερε στο συνέδριο και πυροδότησε ένα σωστό πανηγύρι της ματαιοδοξίας.
Λίγο νωρίτερα, το χειμώνα του 1869, ο Μπακούνιν, άφραγκος ως συνήθως, είχε λάβει 300 ρούβλια από κάποιον εκδοτικό πράκτορα, ονόματι Λιουμπάβιν, για να μεταφράσει το Κεφάλαιο στα ρωσικά. Δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάποιον λιγότερο κατάλληλο γι' αυτό το έργο: πέρα από το γεγονός πως η ασυνέπεια του ήταν παροιμιώδης, δεν θα έκανε ποτέ το παραμικρό για να λαμπρύνει τη φήμη του Μαρξ. Ο Λιουμπάβιν, ωστόσο, δεν ήξερε προφανώς τίποτε για όλα αυτά και, ύστερα από λίγους μήνες, έστειλε στον Μπακούνιν μια ευγενική επιστολή όπου του υπενθύμιζε το χειρόγραφο που του χρωστούσε. Αντί για άλλη απάντηση, έλαβε το Φεβρουάριο του 1870 ένα απειλητικό σημείωμα από το λυσσασμένο σκυλί του Μπακούνιν, τον Σεργκέι Νετσάγιεφ, ο οποίος ισχυριζόταν πως δρούσε επ' ονόματι ενός μυστικού «γραφείου» επαναστατών δολοφόνων. Ο Νετσάγιεφ, αφού πρώτα κατήγγειλε τον Λιουμπάβιν ως παράσιτο και εκβιαστή που αποζητούσε να εμποδίσει τον Μπακούνιν «να εργαστεί για την ύψιστα σημαντική υπόθεση του ρωσικού λαού», προσδένοντας τον στο φιλολογικό μαγκανοπήγαδο, στη συνέχεια διέτάσσε τον εκδότη να σχίσει το συμβόλαιο και να αφήσει τον Μπακούνιν να κρατήσει τα χρήματα - ειδάλλως:
Αναγνωρίζοντας με ποιους έχετε εμπλακεί, θα κάνετε, κατά συνέπεια, ό,τι περνάει από το χέρι σας για να αποφύγετε το δυσάρεστο ενδεχόμενο να χρειαστεί να απευθυνθούμε σ1 εσάς για δεύτερη φορά με έναν κατά πολύ λιγότερο πολιτισμένο τρόπο... Είμαστε πάντα εξαιρετικά συνεπείς και έχουμε υπολογίσει την ακριβή ημέρα που θα λάβετε αυτή την επιστολή · Εσείς, με τη σειρά σας, οφείλετε να επιδείξετε ανάλογη συνέπεια στην αποδοχή των ως άνω αιτημάτων μας, ώστε να μη χρειαστεί να βρεθούμε στη δύσκολη θέση να καταφύγουμε σε ακραία, μέτρα τα οποία θα είναι κατά τι αυστηρότερα... Εξαρτάται από εσάς και μόνον εάν οι σχέσεις μας θα γίνουν περισσότερο φιλικές και εάν θα δημιουργηθεί μεταξύ μας αμοιβαία κατανόηση ή εάν οι σχέσεις μας θα προσλάβουν πιο δυσάρεστη τροπή.
Μετά τιμής, κύριε, ειλικρινά δικός σας...
Και για να δώσει ένα δείγμα των «ακραίων μέτρων» που είχε στο μυαλό του, ο Νετσάγιεφ καλλώπισε το χαρτί αλληλογραφίας με ένα έμβλημα το οποίο περιείχε ένα πιστόλι, ένα τσεκούρι και ένα στιλέτο.
Δεν είναι μια τακτική που θα συνιστούσαμε σ' ένα συγγραφέα που έχει καθυστερήσει την παράδοση του βιβλίου του. Αργότερα, ο Μπακούνιν ισχυρίστηκε πως δεν είχε ενημερωθεί για την επιστολή καθώς κι ότι δεν γνώριζε πως ο Νετσάγιεφ ήταν καταζητούμενος για τη δολοφονία του φοιτητή στην Αγία Πετρούπολη: μόλις ανακάλυψε τη φριχτή αλήθεια, την άνοιξη του 1870, απαρνήθηκε αμέσως τον αιμοδιψή συνεργό του. Έκτοτε, οι ιστορικοί και οι βιογράφοι του αποδέχτηκαν τη δήλωση αθωότητας του, δεν είναι όμως και τούτη πιο αξιόπιστη απ' όλα τ' άλλα που είχε κατά καιρούς πει αυτός ο παγκοσμίου κλάσεως τερατολόγος.Η αλήθεια βρίσκεται στα αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, όπου το 1966, ο καθηγητής Μαικλ Κονφίνο, ανακάλυψε μια εκτενή επιστολή του Μπακούνιν προς τον Νετσά-γιεφ με ημερομηνία 2 Ιουνίου 1870 - με άλλα λόγια αφού ο πατέρας της αναρχίας υποτίθεται πως είχε αποκληρώσει τον εγκληματία γιο του. Δεν τον αποκήρυσσε, κάθε άλλο· αντίθετα, του πρότεινε να συνεχίσουν να συνωμοτούν και να μηχανορραφούν παρέα, με τη μόνη αίρεση να γίνει πιο επιλεκτικός «ο Μικρός» στην επιλογή των θυμάτων του. «Σ' έναν απλό νόμο», έγραφε, «πρέπει να βασίζονται οι δραστηριότητες μας: αλήθεια, τιμιότητα, αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ όλων των Αδερφών και απέναντι σε όποιον είναι ικανός να γίνει και επιθυμείς κι εσύ να γίνει Αδερφός ψέματα, μηχανουργίες, παραπλάνηση, κι αν χρειαστεί, βία απέναντι στους εχθρούς». Έτσι, λοιπόν, αποκήρυξε δήθεν ο Μπακούνιν τον «γκαγκστερισμό».
Όσο για τη δεύτερη ενοχοποιητική επιστολή, εκείνη που έγραψε ο Νετσάγιεφ στον άτυχο Λιουμπαβιν, είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα όταν την παρουσίασε ο Μαρξ στους αντιπροσώπους στη Χάγη. Την τελευταία ημέρα του συνεδρίου, με πλειοψηφία είκοσι εφτά ψήφων έναντι εφτά, αποφάσισαν να διαγράψουν τον Μπακούνιν από την Ένωση.
Μετά τη μετεγκατάσταση της στη Νέα Υόρκη, η Διεθνής άρχισε γρήγορα να παρακμάζει και, τελικά, διαλύθηκε το 1876. Ο Μιχαήλ Μπακούνιν πέθανε την ίδια εκείνη χρονιά. Ο Νετσάγιεφ, ο αγαπημένος του Μικρός, το φθινόπωρο του 1872, απελάθηκε από την Ελβετία στη Ρωσία καταδικασμένος για φόνο και εκτοπίστηκε στο Οχυρό Αγίου Πέτρου και Παύλου - όπου, ύστερα από δέκα χρόνια εγκλεισμού σε ένα υγρό μπουντρούμι πέθανε σε ηλικία τριάντα πέντε ετών. Ο Μαρξ έζησε παραπάνω κι απ' τους δυο τους.